H ακρίβεια επελαύνει ακάθεκτη και οι διαβεβαιώσεις των κεντρικών τραπεζών ότι ο πληθωρισμός θα είναι παροδικός αποδεικνύονται φρούδες ελπίδες, τουλάχιστον προς το παρόν. Ηδη η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αλλάζει ρότα και αρχίζει να προχωρεί σε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής μειώνοντας το χρήμα που τυπώνει και ρίχνει στην αγορά (μέσα από αγορές ομολόγων), ενώ όλα δείχνουν ότι ετοιμάζεται να αυξήσει τα επιτόκια.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προς το παρόν δεν ακολουθεί και προφανώς εμμένει στην άποψη περί «παροδικού» πληθωρισμού. Στην άποψη αυτή φαίνεται ότι έχει εναποθέσει τις ελπίδες της και η ελληνική κυβέρνηση, καθώς παρακολουθεί με μεγάλη ανησυχία την ακρίβεια να επεκτείνεται στο σύνολο της αγοράς.

Στο κυβερνητικό επιτελείο γνωρίζουν ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική από εκείνη που μεταδίδουν προς τα έξω, ότι δηλαδή εάν εξαιρέσουμε το ενεργειακό κόστος δεν υπάρχει ακρίβεια, όπως δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο υπουργός Ανάπτυξης.

Η ακρίβεια ισοδυναμεί με μείωση εισοδήματος και αποτελεί ιστορικά πηγή έντονης κοινωνικής δυσαρέσκειας, η οποία με τη σειρά της προκαλεί μεγάλο πολιτικό κόστος.

Το κόστος ζωής αυξάνεται δυσανάλογα για τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδήματα και στην κυβέρνηση γνωρίζουν ότι μεσοσταθμικά το κόστος βασικών καταναλωτικών αγαθών (κρέας, λάδια, άλευρα κ.λπ.) έχει ανέβει 25%.

Το ποσοστό αυτό είναι βέβαια πολύ μεγαλύτερο από το επίσημο 4,8% του πληθωρισμού που καταγράφει το καλάθι της ΕΛΣΤΑΤ, και εδώ εγείρεται ένα μείζον ζήτημα σχετικά με τη μεθοδολογία παρακολούθησης του τιμάριθμου και τις αναλογίες συμμετοχής των επιμέρους αγαθών στη διαμόρφωση του μέσου όρου.

Το βέβαιο είναι ότι το μέσο νοικοκυριό βιώνει έναν διαφορετικό «προσωπικό πληθωρισμό» ανάλογο με τον τρόπο που ξοδεύει τα χρήματά του. Η Eurostat μάλιστα έχει δημιουργήσει στον ιστότοπό της έναν υπολογιστή «προσωπικού πληθωρισμού», ο οποίος βγάζει πληθωρισμό γύρω στο 7% στην Ελλάδα εάν καταχωρήσουμε τις μέσες τυπικές δαπάνες ενός νοικοκυριού με δύο παιδιά.

Το πρόβλημα με την ακρίβεια είναι ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί με δύο τρόπους: είτε με αύξηση των εισοδημάτων, είτε με μείωση των εμμέσων φόρων σε ορισμένα αγαθά για να πέσει η τελική τιμή.

Η κυβέρνηση όμως δεν συζητά τη μείωση των έμμεσων φόρων καθώς αποτελούν μία από τις βασικές πηγές φορολογικών εσόδων, τα οποία, μάλιστα, αυξάνονται καθώς υπολογίζονται ως ποσοστό επί της τιμής η οποία ανεβαίνει. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, η κατάσταση αυτή ευνοεί τα κρατικά έσοδα.

Από την άλλη πλευρά, οι ουσιαστικές αυξήσεις μισθών είναι στην πράξη εκτός συζήτησης, καθώς η σχεδιαζόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού για το 2022 φαίνεται ότι θα είναι της τάξης του 2%-3%, ποσοστό δηλαδή που δεν καλύπτει τις πραγματικές απώλειες.

Γίνεται βέβαια λόγος για το κόστος που θα έχουν οι επιχειρήσεις αν προχωρήσουν σε αυξήσεις μισθών, τις οποίες δεν θα μπορέσουν να αντέξουν, εφόσον δεν έχει αυξηθεί και η παραγωγικότητα.

Η λογική αυτή όμως παραβλέπει τη μεγάλη εικόνα. Οι επιχειρήσεις περνούν το αυξημένο κόστος στις τιμές τους, ενώ οι μεγαλύτερες έχουν κατά τεκμήριο και μεγαλύτερη ευχέρεια από τις μικρές για να αυξήσουν τους μισθούς. Πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί ότι οι μισθολογικές αυξήσεις ξαναμπαίνουν στην οικονομία και τροφοδοτούν τη ζήτηση.

Εάν η κυβέρνηση δεν υιοθετήσει μέτρα στήριξης των εισοδημάτων, η μεσαία τάξη θα υποστεί άλλο ένα μεγάλο πλήγμα στο βιοτικό της επίπεδο, το οποίο είναι πολύ πιθανόν ότι θα έχει και πολιτικές παρενέργειες.