Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή COP26 στη Γλασκώβη δημιούργησε μεικτές αντιδράσεις, καθώς ορισμένοι κατήγγειλαν την έλλειψη ισχυρών δεσμεύσεων για την αποτροπή της υπερθέρμανσης του πλανήτη, ενώ άλλοι ανέδειξαν τα θετικά βήματα που έγιναν για την απανθρακοποίηση, ήτοι την απεξάρτηση της ανθρωπότητας από τα ορυκτά καύσιμα.

Το γεγονός, πάντως, είναι ότι 200 κυβερνήσεις υιοθετούν πλέον ως κοινό στόχο την αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου, κάτι που, ανεξάρτητα από την επιτυχία του στο περιβαλλοντικό μέτωπο, θα επιφέρει τεράστιες αλλαγές στην οικονομική και επιχειρηματική λειτουργία παγκοσμίως. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος που έχουν κινητοποιηθεί τεράστιες κρατικές και επιχειρηματικές δυνάμεις για να διεκδικήσουν ζωτικό χώρο στο νέο σκηνικό.

Η Ρωσία κλείνει τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου, το οποίο διαθέτει εν αφθονία, πιέζοντας για τα δικά της συμφέροντα στον νέο αγωγό Nordstream 2. Η Γαλλία, που έχει προβάδισμα στην παραγωγή ηλεκτρισμού με πυρηνικά εργοστάσια, επιχειρεί να τα απενοχοποιήσει και να εξαγάγει την τεχνολογία της σε άλλες χώρες. Η Κίνα και η Ινδία θέλουν να διατηρήσουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τη χρήση του άνθρακα, καθώς εξαρτώνται από αυτόν για παραγωγή φθηνής ενέργειας.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει υιοθετήσει τους πιο φιλόδοξους στόχους για την πράσινη μετάβαση, υπό την πίεση των πράσινων πολιτικών δυνάμεων που ενισχύονται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και για λόγους στρατηγικής αυτονομίας, καθώς με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας η Γηραιά Ηπειρος θα παύσει να εξαρτάται από τις εισαγωγές υδρογονανθράκων.

Ωστόσο, η εκτίναξη του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη έφερε στο προσκήνιο τις ελλείψεις σε υποδομές, αλλά και τα λάθη στρατηγικής στην πορεία της πράσινης μετάβασης.

Το δίλημμα «φθηνή ενέργεια ή καθαρή ενέργεια» απορρίπτεται από τις Βρυξέλλες ως «ενεργειακός λαϊκισμός», αλλά δεν παύει να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα ακόμα και από εκείνους που θέλουν να επαναφέρουν τα πυρηνικά στο προσκήνιο. Το βέβαιο είναι ότι οι εξελίξεις φέρνουν ανατροπές στο επιχειρηματικό και οικονομικό πεδίο.

Στην COP26 περισσότερες από 160 επενδυτικές τράπεζες, ασφαλιστικές και επενδυτικές εταιρείες απ’ όλο τον κόσμο, που διαχειρίζονται κεφάλαια άνω των 70 τρισ. δολαρίων, ανακοίνωσαν ότι θα στρέψουν περί τα 4 τρισ. δολάρια ετησίως σε πράσινες επενδύσεις οι οποίες συνδέονται με την απανθρακοποίηση.

Το σκεπτικό τέτοιων πρωτοβουλιών είναι ότι, αν πριμοδοτούνται από την αγορά οι «καθαρές» εταιρείες, εκείνες είναι που θα κερδίσουν έδαφος και θα επικρατήσουν, προς όφελος του περιβάλλοντος.

Οσο ευγενή κι αν ακούγονται τα ελατήρια τέτοιων πρωτοβουλιών, είναι φανερό ότι τελικός κριτής των πάντων είναι το κέρδος, καθώς ουδεμία από τις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες του κόσμου τούτου έχει επιδείξει ανιδιοτελή συμπεριφορά, για κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς ή οποιουσδήποτε άλλους λόγους. Συχνά, μάλιστα, καταγγέλλεται «πράσινο ξέπλυμα», αν, για παράδειγμα, μια εταιρεία διαφημίζει δράσεις φιλικές προς το περιβάλλον χωρίς το συνολικό της αποτύπωμα να είναι τέτοιο.

Μια εταιρεία εξόρυξης πετρελαίου, για παράδειγμα, που διαφημίζει δήθεν στροφή στην καθαρή ενέργεια. Αλλωστε, η βασική αιτία της περιβαλλοντικής καταστροφής είναι ακριβώς το μοντέλο υπερκατανάλωσης και υπερεκμετάλλευσης των πόρων του πλανήτη που βρίσκεται στον πυρήνα της λειτουργίας μιας καπιταλιστικής αγοράς.

Η οικονομική επιτυχία μετριέται με την αύξηση της παραγωγής (του ΑΕΠ), χωρίς να συνυπολογίζονται παράμετροι όπως η ανθρώπινη ευημερία, η κοινωνική ισορροπία, η εξάντληση φυσικών πόρων, η ποιότητα του περιβάλλοντος και, εν τέλει, οι μακροχρόνιες πιθανότητες επιβίωσης του Homo Sapiens και του πολιτισμού του.

Εν τω μεταξύ, οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών, με την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους στην Ευρώπη, έδειξαν ότι οι αστοχίες στις ευρωπαϊκές πολιτικές μπορεί να οδηγήσουν σε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά, ανεβάζοντας το ενεργειακό κόστος για τα νοικοκυριά, κάτι που ισοδυναμεί με πραγματική μείωση εισοδήματος.

Η εξίσωση μοιάζει άλυτη πολιτικά, καθώς ο μακροχρόνιος στόχος συγκρούεται με το βραχυπρόθεσμο κόστος.

Ισως το ζήτημα να είναι make or break για τις ευρωπαϊκές ηγεσίες: θα καταφέρουν να διασφαλίσουν ενεργειακή επάρκεια με ισορροπημένες τιμές και ταυτόχρονα την πρωτοπορία στην ενέργεια του αύριο;