Η τελευταία έκθεση της Κομισιόν για την Ελλάδα, που έγινε στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, σήμανε την αντίστροφη μέτρηση για την έξοδο από αυτό το ειδικό καθεστώς επιτήρησης, απομεινάρι των μνημονίων και των εκθέσεων της τρόικας που, όπως όλα δείχνουν, θα πραγματοποιηθεί τον Αύγουστο. Η σημασία της εξόδου αυτής είναι περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική, αφού στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο κομμάτι των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει η χώρα για να πάρει τα δανεικά των μνημονίων και τις παρατάσεις στο χρέος έχουν ήδη υλοποιηθεί, ενώ είναι δεδομένο ότι η εποπτεία θα συνεχιστεί, υπό άλλη μορφή.

Η Ελλάδα θα υπάγεται πλέον στο καθεστώς δημοσιονομικής επιτήρησης από την Κομισιόν και στις συστάσεις από το συμβούλιο υπουργών που προβλέπονται από το Σύμφωνο Σταθερότητας («Ευρωπαϊκό Εξάμηνο»), ενώ σημαντικές πολιτικές για την οικονομία και την επιχειρηματική δράση θα επιβάλλονται μέσα από τα προαπαιτούμενα του Ταμείου Ανάκαμψης.

Το άλλο ζήτημα που δεν προσφέρεται καθόλου για πανηγυρισμούς είναι ότι η Ελλάδα βγαίνει από δύο χρόνια πανδημίας ακόμα πιο υπερχρεωμένη και, παρόλο που υποτίθεται ότι το ελληνικό χρέος είχε διευθετηθεί και δεν θα αποτελούσε πρόβλημα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, τα δεδομένα είναι πλέον διαφορετικά. Οι υπολογισμοί για τη λεγόμενη «βιωσιμότητα» ή «διατηρησιμότητα» του χρέους βασίστηκαν στην πρόβλεψη ότι ο κρατικός προϋπολογισμός θα συγκεντρώνει κάθε χρόνο -και για πολλές δεκαετίες- σημαντικά περισσότερα έσοδα από τις δαπάνες (θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα) για να εξυπηρετεί το χρέος. Τώρα πλέον από τα νέα στοιχεία που ανακοινώθηκαν με την έκθεση της Κομισιόν προκύπτει ότι από το 2024 και μετά χρειάζονται ακόμα υψηλότερα πλεονάσματα σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό.

Ο «λογαριασμός» αυξήθηκε για να καλυφθούν τα ελλείμματα που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας λόγω των δαπανών για τα μέτρα στήριξης τα οποία προστέθηκαν στο χρέος.

Ηταν ήδη αμφίβολο και πριν από την πανδημία κατά πόσο η Ελλάδα θα μπορούσε να παράγει πλεονάσματα συνεχώς για δεκαετίες προκειμένου να εξυπηρετεί το χρέος, αλλά τώρα πλέον η αριθμητική του χρέους γίνεται ακόμα πιο δύσκολη.

Θεωρητικά, ο πληθωρισμός θα ελαφρύνει το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ (το οποίο «φουσκώνει» σε ονομαστικές τιμές λόγω της αύξησης των τιμών), αλλά αυτή η λογιστική απεικόνιση δεν αλλάζει την οικονομική πραγματικότητα που στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι μακροχρόνια ο ρυθμός ανάπτυξης δεν προβλέπεται να ξεπεράσει το 1,5% ετησίως κατά μέσο όρο. Πόσο μάλλον που ξεκινά η εποχή των υψηλών επιτοκίων που καθιστά πιο ακριβό και δύσκολο τον δανεισμό.

Αυτή είναι η εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην έκθεση της Κομισιόν, η οποία γενικότερα περιγράφει μια ελληνική οικονομία τραυματισμένη από την κρίση και την περίοδο των μνημονίων, που έχει χάσει πολύ έδαφος σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. και παρά τη φιλολογία περί «μεταρρυθμίσεων» δεν δείχνει να διαθέτει τις προϋποθέσεις για να κάνει ένα παραγωγικό και αναπτυξιακό άλμα.

Το κατά κεφαλήν εισόδημα (ΑΕΠ) στην Ελλάδα έχει πέσει στο 63,2% του μέσου όρου της Ε.Ε., 25 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το 2007 που ήταν στο 88,2%, χάρη στην αναπτυξιακή «φούσκα» με δανεικά.

Παρόλο που το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, παραμένει σε πολύ χαμηλό επίπεδο σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., ενώ τα προϊόντα που εξάγονται είναι κυρίως χαμηλής τεχνολογίας.

Παρά τους «πανηγυρισμούς» για αύξηση των επενδύσεων, οι τελευταίες σε σχέση με το ΑΕΠ είναι στο 12,8% στην Ελλάδα, το χαμηλότερο στην Ε.Ε., και 10 μονάδες κάτω από τον μέσο όρο. Η μόνη περίοδος που οι επενδύσεις είχαν ξεπεράσει το 24% του ΑΕΠ, μεταξύ 2000 και 2007.

Είναι σαφές, επομένως, ότι η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία σηματοδοτεί την… είσοδο σε μια νέα δύσκολη περίοδο για την ελληνική οικονομία, αλλά και για την ευρωπαϊκή οικονομία συνολικά, χωρίς ουδείς να μπορεί να αποκλείσει μια νέα κρίση χρέους.