Παρακολουθώ με πατριωτικό ενδιαφέρον την ελληνοαγγλική επαναλαμβανόμενη διαμάχη για τα Ελγίνεια γλυπτά που έχει και πρόσφατα αναζωπυρωθεί προφανώς λόγω των επικειμένων εκλογών. Μια παλαιά ιστορία που κάθε τόσο τη θυμόμαστε και την επαναφέρουμε, ελπίζοντας ότι η δεδομένη και άκαμπτη στάση του Βρετανικού Μουσείου κάποτε θα καμφθεί. Όμως, ενώ αυτοί είναι πάντα απόλυτοι και σαφείς, εμείς κάθε φορά ανανεώνουμε τις ελπίδες μας, αλλά εις μάτην.

Παρελαύνουν λοιπόν ως συνήθως από τα διάφορα τηλεοπτικά παράθυρα των πρωινάδικων, μεταξύ συνταγών μαγειρικής και αστρολογικών προβλέψεων, διάφορες γραφικές και σπουδαιοφανείς τηλεπερσόνες από ηθοποιούς, καλλιτεχνίζοντες μαϊντανούς, μέχρι πολιτικούς και πολιτευτές όλων των κομμάτων, οι οποίοι μας εξηγούν πόσο σημαντικά είναι τα Ελγίνεια γλυπτά και γιατί πρέπει να μας τα αποδώσουν οπωσδήποτε οι Άγγλοι, αφού αποτελούν μέρος της παγκόσμιας αλλά κυρίως της «Ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς».

Φράση απολύτως στερεότυπη και τυποποιημένη, την οποίαν χρησιμοποιούν κατά κόρον όλοι, λες και ξέρανε και στο χωριό τους από ελληνικό πολιτισμό και ελληνική παιδεία!

Βέβαια, το γενικό σκεπτικό σωστό είναι και καλώς τίθεται, απλώς ως συνήθως μαζεύονται πολλοί φαιδροί και άσχετοι οι οποίοι παπαγαλίζουν για να κερδίσουν ένα λεπτό τηλεοπτικής δημοσιότητος, εκεί που θα έπρεπε να μιλάνε ελάχιστοι, γνώστες και εκλεκτοί.

Η μελαγχολική αλλά και φαιδρή πλευρά του θέματος είναι ότι όλοι αυτοί οι μπουρδολόγοι προσπαθώντας να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, η οποία ενσαρκώνεται στα Ελγίνεια, ταυτοχρόνως κατακρεουργούν την μεγίστη και πολύ σπουδαιότερη από τα Ελγίνεια, την υπέρτατη πολιτιστική μας παρακαταθήκη που είναι η Ελληνική γλώσσα. Και όταν μεν μιλάει η δεσποινίς Πιπίτσα-«καλλιτέχνις», πάει στην ευχή. Δεν περιμένεις και πολλά άλλωστε. Αλλά όταν βγαίνουν και μιλάνε βουλευτές, ακόμη και υπουργοί αλλά και άλλοι υποτιθέμενοι σημαντικοί παράγοντες οι οποίοι σοδομίζουν με αυταρέσκεια την ελληνική γλώσσα, τότε η κατάσταση γίνεται τραγική και εξοργιστική!

Διότι όπως και να το κάνουμε η Ελληνική είναι μία γλώσσα που ομιλείται μεταβαλλόμενη αδιαλείπτως εδώ και 3.000 χρόνια και αποτελεί το ύψιστο αγαθό της φυλής μας και τον σημαντικότερο προσδιορισμό του Ελληνικού Έθνους.

Και οι μεν αριστερούληδες δήθεν προοδευτικοί ανόητοι οι οποίοι ταυτίζουν τη διανόηση ή την καλλιτεχνία με την απλοϊκή αριστερά, διακατεχόμενοι από το άγχος να επιβεβαιώσουν τα προοδευτικά τους διαπιστευτήρια, χρησιμοποιούν μία λαϊκιστική και εκτρωματική δημοτική με τον «Ιούνη» και τον «Ιούλη», και τονίζουν τα πάντα στην προπαραλήγουσα όπως π.χ. του ΠανεπιστΉμιου, των μΈθοδων κ.λπ.

Το μόνο που δεν έχει ακουστεί ακόμα είναι των Έλληνων, αλλά όπου να ‘ναι το περιμένω κι αυτό.

Και μετά ακολουθούν οι διάφοροι πολιτικοί-πολιτευτές οι οποίοι είναι εξ ίσου αγράμματοι αλλά θέλουν να πατάξουν από τηλεοράσεως την επάρατη Δεξιά, χρησιμοποιώντας μία νεοπλασματική δημοτική και αρχίζουν να μας πυροβολούν με εκφράσεις όπως:

Πιθανά (αντί πιθανόν), επιτίθομαι (αντί επιτίθεμαι) κ.λπ.

Και βεβαίως όλοι αυτοί όπως και οι περισσότεροι παρουσιαστές-δημοσιογράφοι δεν διαθέτουν ούτε κατ’ ελάχιστον την απαιτούμενη φθογγολογική αγωγή για την εκφορά των ελληνικών, ώστε εκτός από τους γλωσσικούς σολοικισμούς, ο τρόπος που προφέρουν την γλώσσα είναι τουλάχιστον χυδαίος και αηδιάζει κανείς όχι μόνο με το περιεχόμενο αλλά και με το άκουσμα του λόγου τους.

Βεβαίως τα Ελληνικά εκτός από μία πανάρχαια είναι και μια πολύ δύσκολη γλώσσα και απαιτεί τεράστια προσπάθεια και διαρκή επιμέλεια η επαρκής γνώση της.
Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι αν και στην Ελλάδα έχουμε ένα από τα υψηλότερα παγκοσμίως ποσοστά πτυχιούχων Πανεπιστημίου, ελάχιστοι χειρίζονται ικανοποιητικά τον ελληνικό λόγο. Το πρόβλημα ξεκινάει από την οικογένεια, συνεχίζεται στο σχολείο, μπλέκεται με την κάθε τόσο εισαγωγή και μετά κατάργηση των Αρχαίων και της καθαρεύουσας και τελικά έρχεται και η Πολιτική να χρωματίσει αναλόγως τον λόγο των Ελλήνων, ώστε το αποτέλεσμα να είναι αυτό που διαβάζουμε και ακούμε κάθε μέρα γύρω μας και να σου σηκώνεται η τρίχα.

Όμως η γλωσσική επάρκεια-και αυτό ισχύει για όλες τις γλώσσες- αποτελεί μέρος της ευρύτερης παιδείας κάθε ανθρώπου, η οποία δεν αποκτάται στα σχολεία αλλά είναι αποτέλεσμα ενός διαρκούς προσωπικού αγώνα πνευματικής αυτοβελτίωσης.

Και να σκεφθεί κανείς ότι η Χώρα μας γέννησε πολλούς σπουδαίους συγγραφείς και ποιητές, τιμήθηκε με δύο Νομπέλ Λογοτεχνίας και σαμποτάρισε σκοπίμως ένα πιθανότατο τρίτο (Καζαντζάκης-Σικελιανός).

Όλοι αυτοί οι ποιητές και συγγραφείς έγραψαν σε διάφορες εξαιρετικές αποχρώσεις της Νεοελληνικής γλώσσας τις οποίες εμείς σήμερα αγνοούμε ή περιφρονούμε, επιλέγοντας αυτόν τον δυσκοίλιο και αγράμματο λόγο που χαρακτηρίζει την καθημερινότητά μας.

Ας μου επιτραπεί να κλείσω με έναν στίχο του Ελύτη που τα λέει όλα:

«Την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου,
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου».