Τις θετικές προβλέψεις για την ανάπτυξη, την απασχόληση και τον πληθωρισμό στα επόμενα δύο χρόνια της έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος τις είδαμε και προβλήθηκαν από τα μέσα ενημέρωσης. Πέραν όμως από αυτές καθαυτές τις προβλέψεις για τους δείκτες, η ίδια έκθεση, με την ουδέτερη και άνευρη τραπεζική γλώσσα, επισημαίνει και αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, αβεβαιότητες από τις γεωπολιτικές εντάσεις, κόπωση στις μεταρρυθμίσεις, έλλειμμα στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, μικρή συμμετοχή των εξαγωγών στην ανάπτυξη και μεγάλη συμμετοχή στο ΑΕΠ από τις επιδοτούμενες επενδύσεις του Ταμείου ανάκαμψης. Όπως επίσης μεγάλη συμμετοχή στην ανάπτυξη από την κατανάλωση που είναι και αποτέλεσμα της όποιας αύξησης των εισοδημάτων.
Με απλά λόγια, η πολυδιαφημισμένη ανάπτυξη που κινείται πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ και αναμφίβολα αποτελεί ισχυρό ατού της ελληνικής οικονομίας καθώς πέραν των άλλων μειώνει το εξωτερικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν στηρίζεται όμως στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας αλλά σε παράγοντες που δεν μπορούν να εγγυηθούν επί μακρόν την αύξηση του παραγόμενου εθνικού πλούτου. Επισημαίνονται ακόμα η στενότητα στην αγορά εργασίας και ενδεχόμενες υψηλότερες μισθολογικές πιέσεις, ενδεχόμενες φυσικές καταστροφές αλλά και χαμηλότερη της αναμενόμενης απορρόφηση και αξιοποίηση των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Υπενθυμίζεται πως το πρόγραμμα λήγει στο τέλος του 2026 και αν δεν προλάβουμε να εντάξουμε τα προγραμματισμένα έργα, θα χαθούν τα χρήματα που δικαιούμαστε από το πρόγραμμα κι αυτό θα είναι ένα πλήγμα στην αξιοπιστία της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας.
Υπάρχει επίσης άλλη μια σημαντική παράμετρος, καθώς ο δείκτης εξάρτησης (άνω των 65 ετών προς ενεργό πληθυσμό) ξεπέρασε το 38%. Δηλαδή γερνάμε ως χώρα, η υπογεννητικότητα συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για την επιβίωση της χώρας και τα όποια επιδόματα για γεννήσεις και στήριξη των νέων ζευγαριών, δεν φέρνει στην πράξη απτά αποτελέσματα.
Όπως άλλωστε συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και καθίσταται σαφές έτσι, πως οι ευημερούσες κοινωνίες δεν αναπαράγονται με τον ίδιο ρυθμό που αναπαράγονται οι φτωχοί πληθυσμοί ανά την υφήλιο. Να θυμηθούμε μόνο πως η Ελλάδα των 8 εκατομμυρίων της δεκαετίας του ’50, που βγήκε από τους πολέμους και την φτώχεια, αυξήθηκε πληθυσμιακά στις επόμενες δυο δεκαετίες για να φθάσει στα 11 εκατομμύρια και πάνω, μέχρι να πάρει και πάλι την κατηφόρα, όσο ανέβαινε το βιοτικό επίπεδο. Όταν εμείς είχαμε πληθυσμό 8 εκατ. η γείτων Τουρκία είχε 20 περίπου εκατ. Σήμερα που εμείς είμαστε στα 10,5 εκατ.με φθίνουσα πορεία, η Τουρκία έφθασε στα 85 εκατ. εκ των οποίων το 60% ηλικίας κάτω των 35 ετών!
Οι προκλήσεις επομένως για το άμεσο μέλλον πολλές και πολυεπίπεδες. Έχουμε κατ’ αρχάς μια βασική αναγκαιότητα που αφορά στην αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού μέσω της βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος και της αναμόρφωσης των προγραμμάτων κατάρτισης των ανέργων ώστε να αποκτήσουν δεξιότητες ακόμα και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Τον επαναπατρισμό με ουσιαστικά κίνητρα Ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού αλλά και την προσέλκυση και ενσωμάτωση ξένων εργαζομένων κυρίως εκείνων με δεξιότητες που λείπουν από την ελληνική αγορά εργασίας.
Οι μεταρρυθμίσεις επίσης πρέπει να προχωρήσουν και κυρίως εκείνες που ενισχύουν την έρευνα- καινοτομία και την παραγωγικότητα. Είναι απαραίτητη επίσης η επέκταση του ψηφιακού μετασχηματισμού τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα με την πλήρη εκμετάλλευση του νέου εργαλείου που μπήκε στη ζωή μας, της τεχνητής νοημοσύνης. Δεν είναι άλλωστε μυστικό πως το κλειδί για την αύξηση της παραγωγικότητας όχι μόνο στη βιομηχανία αλλά και σε όλους τους τομείς παραγωγής είναι η έρευνα και η καινοτομία. Άρα κίνητρα, φορολογικά και άλλα, σε όσους επενδύουν σ’ αυτούς τους τομείς που είναι και η βάση της ανταγωνιστικότητας.
Παρέλκει η αναφορά στη μόνιμη γάγγραινα της λειτουργίας της Δικαιοσύνης και του χρόνου των τελεσίδικων αποφάσεων που ως γνωστόν αποτελούν τροχοπέδη στις επενδύσεις και κυρίως των ξένων. Όχι πως δεν έχουν γίνει πολλά βήματα προς αυτές τις κατευθύνσεις τα τελευταία χρόνια. Όμως οι ταχύτητες με τις οποίες κινούνται οι ανταγωνιστές μας στο διεθνές περιβάλλον, είναι πολύ μεγαλύτερες και η επανάπαυση στα κεκτημένα αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Όπως και στο ποδήλατο που απαιτεί συνεχώς πεντάλ γιατί διαφορετικά πέφτεις!