Θα συμφωνήσουμε όλοι -ή, τουλάχιστον, όλοι όσοι έχουν τις στοιχειώδεις γνώσεις για τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας μιας χώρας- πως η Ελλάδα εσχάτως έχει κάνει σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση αναδιοργάνωσης των δομών της, τον εκσυγχρονισμό του Δημοσίου και την προσέλκυση επενδύσεων που συνεισφέρουν στην αύξηση του ΑΕΠ.

Είναι περιττή κοινοτυπία να πούμε πως μόνο μέσα από τη διαρκή ανάπτυξη θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και θα αναβαθμιστεί το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Κι όμως, παρακολουθώντας τον δημόσιο διάλογο στo πλαίσιo αυτής της μακράς προεκλογικής περιόδου, για το μόνο που δεν ακούμε να γίνεται λόγος είναι πώς θα διασφαλίσουμε αυτή την αδήριτα αναγκαία αειφορία της ανάπτυξης.

Ναι μεν, πετύχαμε πολλά σε σχέση με αυτά που ζήσαμε με οδυνηρό τρόπο στα πέτρινα χρόνια των μνημονίων, δεν είμαστε πλέον το μαύρο πρόβατο της Ευρωζώνης κι αυτό το αναγνωρίζουν φίλοι και εχθροί αλλά, κακά τα ψέματα, έχουμε να διανύσουμε πολύ δρόμο ακόμα για να μπορούμε να ισχυριστούμε πως η οικονομία μας έγινε ισχυρή και ανθεκτική στις παντοειδείς διεθνείς πιέσεις.

Το δημόσιο χρέος, παρότι ρυθμισμένο και χωρίς άμεσο κίνδυνο για τη συνεπή εξυπηρέτησή του, είναι πάρα πολύ υψηλό και η κληρονομιά του θα πέφτει βαριά και στις επόμενες γενιές. Το εμπορικό έλλειμμα, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στην αξία των εξαγωγών και των εισαγωγών, παραμένει ιδιαίτερη αρνητική και θα πρέπει να καταβληθεί τεράστια προσπάθεια να μειωθεί.

Οι μισθοί και οι συντάξεις, μετά το στραπάτσο από τα μνημόνια, δεν βρίσκονται σε αρκούντως ικανοποιητικά επίπεδα και πάντως πολύ κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Κι αυτό αποκτά μεγαλύτερο ειδικό βάρος, με δεδομένο τον πληθωρισμό και την ακρίβεια που, απ’ ό,τι φαίνεται, ήρθαν για να μείνουν και θα μας ταλαιπωρούν για μακρό διάστημα.

Επίσης, δεν εξέλιπαν από την ελληνική πραγματικότητα οι αγκυλώσεις και οι παλαιολιθικές αντιλήψεις συνδικαλιστών και επαγγελματικών ομάδων που κινούνται και λειτουργούν ακόμα με λάβαρο το «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη»!

Ομάδες και συντεχνίες που αρνούνται την αξιολόγηση και τη διαρκή επιμόρφωση για τις σύγχρονες απαιτήσεις της δουλειάς τους.

Ορισμένοι, λανθασμένα πιστέψαμε πως μετά απ’ όσα συνταρακτικά συνέβησαν στην ελληνική κοινωνία με τη χρεοκοπία της χώρας, πως πάθαμε και μάθαμε.

Δυστυχώς όμως, δεν είναι καθόλου έτσι. Κι είναι πολλές οι εστίες στην ελληνική κοινωνία που πιστεύουν πως τώρα που έχουν φύγει οι τρόικες, δεν έχουμε κανέναν λόγο να μην επιστρέψουμε στις παλιές καλές εποχές, τότε που τον σημερινό κατώτατο μισθό τον είχαμε για… πουρμπουάρ για πρώτο τραπέζι στα μπουζούκια!

Επομένως, εκτός από ανάγκη προσγείωσης στη νέα πραγματικότητα όλων ανεξαιρέτως, η επόμενη κυβέρνηση όποια κι αν είναι αυτή, έχει και πάλι ένα δύσκολο έργο μπροστά της. Πρώτα, να καταστήσει σαφές πως αυτά που ξέραμε τελείωσαν δια παντός και στη συνέχεια να εμποτίσει την κοινωνία όλη πως, εφεξής, θα επιβληθεί η αξιοκρατία στον δημόσιο τομέα. Στον ιδιωτικό τομέα, άλλωστε, όπως γνωρίζουμε όλοι όσοι απασχολούμαστε σ’ αυτόν, όποιος δεν εκσυγχρονίζεται, δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις και τους στόχους της δουλειάς του, απλά πάει σπίτι κι αρχίζει να ξαναστέλνει βιογραφικά!

Το δεύτερο είναι να καταστήσει τη χώρα σε ακόμα πιο ελκυστικό προορισμό επενδύσεων και να αξιοποιηθούν όλα τα γεωγραφικά και οικονομικά πλεονεκτήματα της χώρας έναντι των ανταγωνιστών μας γιατί σ’ αυτόν τον κόσμο και σ΄ αυτές τις εποχές, δεν υπάρχουν μοναδικότητες και αποκλειστικότητες.

Και τρίτο -και βασικότερο- για την κυβέρνηση που θα αναδείξουμε δια της ψήφου μας όχι ως επιβράβευση ή απαλλαγή αλλά ως απαίτηση, είναι αυτή να βελτιώσει με κάθε τρόπο το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών γιατί μόνο έτσι θα επανέλθει η χαμένη αξιοπρέπεια πολλών εξ ημών που χάθηκε στις συμπληγάδες των μνημονίων, των μαθητευόμενων μάγων και των τυχάρπαστων που είχαν δήθεν λύση για όλα και στο τέλος, είδαμε τα χαΐρια τους!