Η απόφαση του Τσίπρα να μην ξαναψηφίσει το κόμμα του σε καμία ψηφοφορία στη Βουλή μέχρι τις εκλογές είναι αποκαλυπτική για τη νοοτροπία του ιδίου και κατ’ επέκταση του ΣΥΡΙΖΑ. Καταρχήν εγκαταλείπει το σημαντικότερο «χαράκωμα» πολιτικής μάχης που είναι η Βουλή, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι την όποια μάχη δώσει θα τη δώσει εκτός Βουλής, δηλαδή στις τηλεοράσεις και στο πεζοδρόμιο.

Ταυτόχρονα, εγκαταλείποντας τη Βουλή, αρνείται την εντολή που του έδωσαν οι ψηφοφόροι του, δηλαδή να τους εκπροσωπήσει στο Κοινοβούλιο. Παύει να μάχεται για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους και της ιδεολογίας τους. Επιπλέον, μη δεχόμενος το Κοινοβούλιο ως έδρα της πολιτικής μάχης, αποκαλύπτει την έλλειψη σεβασμού απέναντι στο πολίτευμα, την Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.

Το εξωφρενικό δε είναι ότι την ίδια στιγμή που εγκαταλείπει τον ναό της Δημοκρατίας, δηλαδή τη Βουλή, θέτει στους ψηφοφόρους ως δίλημμα το σύνθημα «Δημοκρατία ή Μητσοτάκης».

Οι πολιτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι με την απόφασή του αυτή ο Τσίπρας διώχνει τους κεντρώους και τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους. Και έχουν δίκιο. Η απόφασή του είναι ακραία και κατατάσσει τον ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Το ότι μια τέτοια απόφαση μπορεί να ενθουσιάσει τους ακραίους ψηφοφόρους του είναι πράγματι γεγονός. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους και ενδεχομένως από κανέναν δημοκράτη ψηφοφόρο.

Ενδιαφέρον όμως έχει και τι προηγήθηκε αυτής της απόφασης για να δούμε αν υπάρχει κάποια πολιτική στρατηγική.
Ο Τσίπρας εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την απουσία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ από τη Βουλή σε όλη τη διάρκεια από την αποκάλυψη του ζητήματος των παρακολουθήσεων μέχρι και την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας για την πρόταση μομφής την περασμένη εβδομάδα.
Και ενώ το ζήτημα ξεκίνησε επειδή αποκαλύφθηκε η παρακολούθηση του τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη, ο Τσίπρας άρπαξε την ευκαιρία και πόνταρε ολόκληρη την προεκλογική του επίθεση στην κυβέρνηση σε αυτό ακριβώς το ζήτημα.
Καθώς ο Ανδρουλάκης δεν μπορούσε να συμμετάσχει στις συζητήσεις στη Βουλή διότι δεν είναι βουλευτής αλλά ευρωβουλευτής, ο Τσίπρας μονοπώλησε την αντιπολιτευτική ρητορική μέσα στη Βουλή – αλλά και εκτός αυτής.
Εμφανιζόταν όλον αυτό τον καιρό ως «πατερούλης» του Ανδρουλάκη, ως προστάτης του και φυσικά ως θεματοφύλακας των δημοκρατικών θεσμών.

Το πατρονάρισμα όμως του Τσίπρα στον Ανδρουλάκη, πού αποσκοπούσε;
Στο να προσεγγίσει τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ λέγοντάς τους ουσιαστικά «ελάτε σε εμένα, ο Ανδρουλάκης δεν μπορεί». Οι ψηφοφόροι, όμως, που παραμένουν στο σημερινό ΠΑΣΟΚ είναι μετριοπαθείς και κεντρώοι, δεν είναι ακραίοι. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν κάποιοι από αυτούς πείστηκαν από τον Τσίπρα ότι μαζί του θα έχουν ισχυρότερη εκπροσώπηση στη Βουλή, η αμέσως επόμενη απόφασή του να εγκαταλείψει τη Βουλή λογικά θα πρέπει να τους έδιωξε άμεσα και να τους επέστρεψε στο ΠΑΣΟΚ.

Αυτές οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες εκφάνσεις της πολιτικής του Τσίπρα μέσα σε ένα τριήμερο, δηλαδή η ακραία κοινοβουλευτική μάχη με την κατάθεση πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης και η, αμέσως μετά την επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης της Βουλής στην κυβέρνηση, απόσυρση του ΣΥΡΙΖΑ από τις διαδικασίες του κοινοβουλευτικού ελέγχου αποκαλύπτουν ότι καθόλου δεν έχει ωριμάσει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, προφανώς ούτε το σύνολο της ηγεσίας του κόμματός του από την εποχή που ήταν κυβέρνηση.

Παραμένει φορέας μιας αλλοπρόσαλλης πολιτικής συμπεριφοράς, μιας συμπεριφοράς οπορτουνιστικής, που αποσκοπεί να ικανοποιήσει κάθε φορά και ένα διαφορετικό ακροατήριο. Με την εκμετάλλευση της απουσίας Ανδρουλάκη από τη Βουλή προσπάθησε να προσεγγίσει τους κεντρώους ψηφοφόρους παριστάνοντας τον υπερδημοκράτη και την επομένη εγκατέλειψε τη Βουλή αποκαλύπτοντας ότι δεν σέβεται καθόλου τη Δημοκρατία. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετετράπη ξαφνικά από αξιωματική αντιπολίτευση σε εξωκοινοβουλευτικό κόμμα. Αλλα αντ’ άλλων.

Η συμπεριφορά αυτή πάντως του Τσίπρα κρύβει και κάτι ακόμη, το οποίο γενικώς χαρακτηρίζει τα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά είναι εξόχως εμφανές στον ΣΥΡΙΖΑ: την απουσία τεκμηριωμένων πολιτικών επιχειρημάτων λόγω άγνοιας και τεμπελιάς.
Τα κόμματα που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, συνήθως περιμένουν να πέσει η κυβέρνηση σαν ώριμο φρούτο, από μόνη της. Δεν κάνουν ουσιαστικά τίποτα πέραν του να αρνούνται τα πάντα, να τα σχολιάζουν όλα αρνητικά και να διαμαρτύρονται αδιάκοπα. Δεν κουράζονται καθόλου για να διαμορφώσουν τεκμηριωμένα επιχειρήματα κατά της εκάστοτε κυβέρνησης.

Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ αυτό το φαινόμενο είναι ακραίο. Παρόλο που έχει πολλαπλάσια κοινοβουλευτική δύναμη από το ΠΑΣΟΚ, το πολύ μικρότερο κεντρώο κόμμα επιχειρηματολογεί πολύ πιο τεκμηριωμένα όταν κριτικάρει την κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ κραυγάζει άναρθρα και συνθηματολογεί, το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να τεκμηριώσει την κριτική του σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και παρουσιάζει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για όλους τους τομείς πολιτικής.

Ο Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ αυτοπεριορίζονται σε κεντρώες -ξενέρωτες τις θεωρούν πολλοί- θέσεις, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετούν ανά πάσα στιγμή όποια θέση θεωρούν εντυπωσιακή. Το ΠΑΣΟΚ παραμένει ακίνητο στο Κέντρο, ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται με τεράστια άνεση από το ένα άκρο στο άλλο, πράγμα που αποδείχθηκε όταν έφτασε να συνεργαστεί με το κόμμα του Καμμένου για να σχηματίσει την πιο αλλοπρόσαλλη κυβέρνηση που έχουμε δει μεταπολιτευτικά. Το ίδιο απέδειξε με την υιοθέτηση και στη συνέχεια την εγκατάλειψη της λογικής Βαρουφάκη, το ίδιο απέδειξε με τις επαναλαμβανόμενες «κωλοτούμπες», το ίδιο απέδειξε με το ακατανόητο στο σύνολό του δημοψήφισμα, το ερώτημα του οποίου ήταν διατυπωμένο στα αγγλικά και το αποτέλεσμα του οποίου δεν αξιοποίησε. Ούτε καν έχει γίνει ακόμη κατανοητό γιατί έκανε τότε αυτό το δημοψήφισμα, εκτός αν το έκανε -που είναι και το πιθανότερο- για να δείξει στους ψηφοφόρους ότι παρόλο που κυβερνά και αποφασίζει, διατηρεί ταυτόχρονα ο ίδιος τον ρόλο του ηγέτη της «επανάστασης-αντίδρασης» στα ευρωπαϊκά κελεύσματα. Παρουσιάστηκε δηλαδή ο ίδιος με δύο πρόσωπα ταυτόχρονα: του πρωθυπουργού και του ηγέτη της αντιπολίτευσης. Φυσικά μετά το δημοψήφισμα, με τη θεαματικότερη κωλοτούμπα από τις πολλές που έκανε, κράτησε μόνο τη θέση του πρωθυπουργού, δολοφονώντας εν ψυχρώ τον ρόλο του ηγέτη της αντιπολίτευσης.

Εν τέλει η τωρινή απόφαση του Τσίπρα να εγκαταλείψει ο ΣΥΡΙΖΑ την κοινοβουλευτική μάχη θα του κάνει ζημιά, διότι ξαναθυμίζει στους ψηφοφόρους ότι συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα. Και αυτό σημαίνει ότι μεγεθύνει τα συναισθήματα ανασφάλειας που ένιωθαν όταν κυβερνούσε και νιώθουν ξανά τώρα σκεπτόμενοι την προοπτική επικράτησής του.