Το τελευταίο κύμα δημοσκοπήσεων δείχνει ότι παγιώνονται τα βασικά πολιτικά συμπεράσματα που προέκυψαν το τελευταίο εξάμηνο και κάπως έτσι θα πάμε μέχρι τις ευρωεκλογές. Η λογική και η εμπειρία λένε ότι, πλην εξαιρετικού απροόπτου, τις επόμενες 130 ημέρες δεν πρόκειται να έχουμε εντυπωσιακές αλλαγές στο πολιτικό τοπίο.

Τα αποτελέσματα και των τεσσάρων εταιρειών μέτρησης (Marc, MRB, Metron Analysis και GPO) συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι η κυβέρνηση και κυρίως ο πρωθυπουργός παραμένουν πολιτικά κυρίαρχοι παρά τα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα και τα λάθη στους χειρισμούς. Είναι ενδεικτικό ότι στην πρόθεση ψήφου η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει σε όλες τις μετρήσεις ποσοστό μεγαλύτερο από εκείνο που συγκεντρώνουν αθροιστικά τα τρία κόμματα της αντιπολίτευσης που ακολουθούν, δηλαδή ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ. Ειδικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπερτερεί σε θετικές γνώμες και καταλληλότητα για πρωθυπουργός έναντι των αντιπάλων του με θηριώδη ποσοστά. Ακόμη και οι υποστηρικτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης εμπιστεύονται περισσότερο τον Μητσοτάκη από τους αρχηγούς των κομμάτων που προτίθενται να ψηφίσουν. Ποτέ στα χρόνια της Μεταπολίτευσης δεν έχει συμβεί κάτι ανάλογο.

Η διείσδυση του Μητσοτάκη στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς ήταν από την αρχή της εκλογής του το ισχυρό χαρτί. Πέντε χρόνια μετά φαίνεται ότι έχει απλώσει για τα καλά τις… ρίζες του στο συγκεκριμένο πολιτικό πεδίο, από το οποίο δύσκολα θα τον εκτοπίσει κάποιος από τους σημερινούς αντιπάλους του. Οι ευρύτερες πολιτικές επιλογές του και η αξιοποίηση στελεχών που προέρχονται από τον συγκεκριμένο χώρο ενισχύουν όλο και περισσότερο την εικόνα του και δημιουργούν σταθερούς δεσμούς με όλους εκείνους τους πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι. Ετσι εξηγείται και το γεγονός ότι ενώ η κυβέρνηση έχει απώλειες, τα κόμματα της αντιπολίτευσης που κινούνται από το Κέντρο και αριστερά αδυνατούν να τις εισπράξουν. Οι όποιες αυξομειώσεις παρατηρούνται έχουν να κάνουν περισσότερο με τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων ανάμεσα στα κόμματα της αντιπολίτευσης και σχεδόν καθόλου με την εύλογη φθορά ενός κόμματος που ασκεί την εξουσία. Το ΠΑΣΟΚ φαίνεται πως σταθεροποιείται στη δεύτερη θέση, λίγο κάτω από το 15%, εξαιτίας των διαλυτικών τάσεων στον ΣΥΡΙΖΑ, που κάθε μέρα χάνει δυνάμεις και τόσο τα ποσοτικά στοιχεία όσο και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά διολισθαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Είναι φανερό ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης δυσκολεύεται να βάλει το ΠΑΣΟΚ σε τροχιά διεκδίκησης της εξουσίας, ενώ το κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη εξακολουθεί να βιώνει μια κρίση εμπιστοσύνης, την οποία αδυνατεί να ξεπεράσει, παρά την αποχώρηση της Αριστεράς και τα τριήμερα στις Σπέτσες. Από εκεί και πέρα το ΚΚΕ φαίνεται ικανοποιημένο με την άνοδό του κοντά στο 10%, ενώ η Νέα Αριστερά ψάχνει τον δρόμο που θα την οδηγήσει στο 3%.

Ωστόσο, η απειλή για την κυβερνητική παράταξη υπάρχει και εντοπίζεται σε δύο κατευθύνσεις. Η μία, κοινωνική, εξαιτίας των έντονων προβλημάτων, με πρώτο την ακρίβεια, και η άλλη, πολιτική, στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας. Κυρίως η Ελληνική Λύση και λιγότερο η Νίκη με τους Σπαρτιάτες φαίνεται να ενισχύουν τις δυνάμεις τους. Και αν υπολογίσουμε ότι η ψήφος στις ευρωεκλογές είναι «χαλαρή» (αφού δεν βγάζει κυβέρνηση, αλλά αποτελεί μια καλή ευκαιρία για να στείλουν οι ψηφοφόροι προειδοποιητικά μηνύματα αποδοκιμασίας προς αυτήν), κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει η κυβέρνηση να βρεθεί προ εκπλήξεων. Αν συνυπολογίσουμε ότι και η υπόλοιπη Ευρώπη κινείται προς την Ακρα Δεξιά, ενισχύοντας μια γενικότερη τάση, τότε η κυβέρνηση πρέπει να πάρει επειγόντως τα μέτρα της. Θέματα όπως η ασφάλεια του πολίτη, το Μεταναστευτικό και το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή. Η απόφαση του Μεγάρου Μαξίμου να μη βάλει θέμα κομματικής πειθαρχίας στους βουλευτές, ώστε να συγκρατηθούν οι απώλειες προς τα δεξιά, είναι προδήλως σωστή.

Η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει «ηγέτης» που θα ενώσει τα πέραν της Ν.Δ. δεξιά και ακροδεξιά κόμματα είναι όμως λανθασμένη. Είτε βρεθεί ηγέτης είτε όχι, το πρόβλημα θα το έχει η κυβέρνηση. Πέραν αυτού, όταν δημιουργείται ισχυρή δυναμική, όλο και κάποιος από εκείνους που σήμερα θεωρούνται «ελεγχόμενοι και πιστοί» μπορεί να μπει στον πειρασμό. Τα αποτελέσματα της 9ης Ιουνίου πιθανόν να έχουν περιορισμένο ενδιαφέρον για τους πολίτες, αλλά αναμένεται να πυροδοτήσουν έναν νέο κύκλο πολιτικών εξελίξεων. Υπό αυτή την έννοια μπορούν να χαρακτηριστούν ιδιαίτερα κρίσιμες.