Μετά από δύο χρόνια στην εξουσία αρχίζουν, σχεδόν νομοτελειακά, να φαίνονται τα σημάδια κάμψης μιας κυβέρνησης.

Αν σ’ αυτή την παραδοχή προσθέσουμε και τον καλοκαιρινό «αυτοτραυματισμό» με τον ανασχηματισμό και τις πυρκαγιές (άλλο πράγμα το επιτελικό και άλλο το «πραγματικό» κράτος), τότε μάλλον ικανοποιημένοι πρέπει να είναι στο Μέγαρο Μαξίμου.

Με βάση τις πρώτες δημοσκοπήσεις αλλά και τη συνολικότερη εικόνα, η κυβέρνηση έχει υποστεί ρωγμές στα λεγόμενα ποιοτικά χαρακτηριστικά και αμυχές στα ποσοτικά. Ωστόσο, αφού πέρασε με επιτυχία τα δύσκολα προβλήματα της πανδημίας, τις επιπτώσεις στην οικονομία και την ελληνοτουρκική κρίση, συνιστούν περιττή απώλεια δυνάμεων τα λάθη των τελευταίων εβδομάδων.

Σε καμία όμως περίπτωση δεν μιλάμε για σοβαρές ή μη αναστρέψιμες πολιτικές απώλειες, με την προϋπόθεση ότι δεν θα επαναληφθούν τα ίδια λάθη και κυρίως ότι θα γίνουν πολλές και σοβαρές προσπάθειες να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που εμφανίζονται μπροστά μας με πυρήνα την οικονομία.

Η κυβέρνηση έχει χάσει ένα σημαντικό μέρος από την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στη διαχείριση των προβλημάτων.

Στην ουσία πρόκειται για απώλεια μετεκλογικών κερδών, δηλαδή εκείνων που δεν την ψήφισαν στις εκλογές του 2019, αλλά στη συνέχεια εκτίμησαν τη σχετική οργάνωση, τη συνέπεια και την αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση των μεγάλων και σύνθετων προβλημάτων που προέκυψαν – με σοβαρότερο αυτό της υγειονομικής κρίσης. Είναι πολίτες που κινούνται πολιτικά στον χώρο του Κέντρου και πιο αριστερά, εκεί που κάποτε το ΠΑΣΟΚ είχε σχεδόν καθολική επιρροή, και οι οποίοι είναι κάθετα αντίθετοι προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τις πολιτικές του.

Δεν ξέρω αν ενόχλησε περισσότερο η κρατική αδυναμία αντιμετώπισης των πυρκαγιών ή η πρόθεση υπουργοποίησης του ναύαρχου Αποστολάκη, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Ενα μέρος της κοινής γνώμης, που αισθανόταν φιλικά προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη και θα μπορούσε αύριο να αποτελέσει μια νέα δεξαμενή ψηφοφόρων, αποτραβήχτηκε.

Μαζί με αυτούς αποστασιοποιήθηκε και ένα μέρος από εκείνους που στήριξαν με την ψήφο τους τη Νέα Δημοκρατία τον Ιούλιο του 2019. Για πόσο καιρό; Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια, αλλά έτσι συμβαίνει συνήθως. Οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι ενός κόμματος απομακρύνονται και μέχρι να φτάσουμε στις εκλογές ή επιστρέφουν, ή περνάνε στον αντίπαλο, ή απέχουν από τις κάλπες.

Δύο φορές η Νέα Δημοκρατία (το 2009 και το 2015) έχασε εκλογές επειδή οι δικοί της ψηφοφόροι προτίμησαν να μείνουν σπίτια τους, στέλνοντας μήνυμα δυσαρέσκειας, και το κόμμα τους στην αντιπολίτευση. Υπό αυτή την έννοια το συμπέρασμα που προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις, ότι «ναι μεν η κυβέρνηση χάνει, αλλά τη ζημιά της Ν.Δ. δεν την πιστώνεται ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το ΚΙΝ.ΑΛ.», δεν προσφέρει και καμία ασφάλεια.

Γιατί ακόμη κι αν δεν έχουμε απευθείας μετακίνηση ψηφοφόρων από το ένα κόμμα στο άλλο, η πρωτιά μπορεί και να χαθεί για τη Ν.Δ., ειδικά με το εκλογικό σύστημα που θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές, όποτε και να γίνουν αυτές.

Κατά τη γνώμη μου, όλα θα κριθούν τους επόμενους μήνες σε δύο επίπεδα. Πρώτον, στην ικανότητα της κυβέρνησης και του Μεγάρου Μαξίμου να εμπεδώσουν τα «καλοκαιρινά μαθήματα» και να μην παρασυρθούν σε πολιτικά λάθη πανικού, που συνήθως το ένα φέρνει το άλλο. Και δεύτερον, η ακρίβεια στην αγορά και η οικονομία γενικότερα. Αλλωστε, στο τέλος εκεί κρίνονται οι νικητές.

Τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, αλλά μάλλον δεν φτάνουν για όλους. Είναι σημαντικό η κυβέρνηση να μην απομακρυνθεί από την κοινωνία και τους μικρομεσαίους που της έδωσαν τη νίκη πριν από 2,5 χρόνια.

Εξαντλούμε τα τελευταία περιθώρια, πριν μπούμε ξανά στα στενά… παπούτσια της δημοσιονομικής προσαρμογής. Τώρα πρέπει να κάνουμε όλα όσα πρέπει, για να είμαστε έτοιμοι το 2023.