Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν χάνει καμιά ευκαιρία να μας θυμίζει πόσο δύσκολα αλλάζει. Ούτε ένας (επικείμενος) πόλεμος μέσα στην Ευρώπη μπορεί να την ταρακουνήσει πέρα από τα συνήθη όρια, αν και, για να είμαστε δίκαιοι, η Ουκρανία δεν είναι χώρα-μέλος και η Ένωση δεν έμεινε ακίνητη: έχει συνεννοηθεί με τις ΗΠΑ για ένα συντονισμένο «πακέτο» κυρώσεων και επεξεργάζεται σενάρια (δυστυχώς, μόνο σενάρια) για το πώς θα αντιδράσει, σε περίπτωση πολέμου της μιας ή της άλλης μορφής, στα κρίσιμα μέτωπα της ενέργειας και των μεταναστευτικών ροών.

Πολλά άλλα δεν μπορεί να κάνει –αλλά αυτό δεν ισχύει για μια σειρά από εσωτερικά-οικονομικά πεδία, στα οποία οι φιλόδοξες διακηρύξεις πήραν γρήγορα το δρόμο του business as usual.

Ενώ υποτίθεται ότι θα λυνόταν μια και καλή, και πάντως με τρόπο δομικό και όχι δια της διαιώνισης της μεταβατικότητας, το ζήτημα της ισοδυναμίας (equivalence) για την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από τις βρετανικές εταιρίες, στο πιο κρίσιμο από πρακτική άποψη μέτωπο, αυτό το οίκων εκκαθάρισης (clearing houses), μόλις δόθηκε παράταση στην παράταση. Το υβριδικό καθεστώς –όχι γενική ισοτιμία, αλλά ειδική εξαίρεση για τις συγκεκριμένες υπηρεσίες- κανονικά έληγε στα τέλη Ιουνίου και προχτές πήρε παράταση για άλλα τρία χρόνια. Με άλλα λόγια: η Ένωση είχε δυο χρόνια να προετοιμαστεί, τα έχασε και τώρα απλώς κλωτσάει το κουτάκι πιο κάτω στον δρόμο.

Φυσικά η συγκεκριμένη «βιομηχανία» είναι σημαντική, αφού χωρίς αυτή δεν υπάρχει αγορά παραγώγων, φυσικά η συμβολή των λονδρέζικων οίκων είναι παραπάνω από μεγάλη (90% των εκκαθαριστικών πράξεων), αλλά και, εξίσου, αν όχι περισσότερο, φυσικά, κάποια στιγμή πρέπει να δοθεί μια θεσμική λύση. Παίζοντας διαρκώς καθυστερήσεις, η Ένωση δεν προωθεί ούτε την αξιοπιστία ενός γενικού καθεστώτος ισοτιμίας, ούτε την εσωτερική αγορά της, ούτε, σε τελική ανάλυση, τις σχέσεις της με μια Βρετανία που δικαίως προσλαμβάνει τις διαρκείς αναβολές ως σημάδι αδυναμίας.

Γύρισμα γύρω από τα ίδια παρατηρείται και στο επίσης πρακτικά κρισιμότατο μέτωπο του «ξεπλύματος χρήματος» (money laundering). Ενώ το φαινόμενο έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, που μεγάλωσαν μέσα στις διαδοχικές κρίσεις, και αγγίζει πλέον κάθε σημείο της Ένωσης (με αναπάντεχους «πρωταγωνιστές» χώρες ως χτες υπεράνω υποψίας, όπως οι σκανδιναβικές και οι βαλτικές), ούτε μεταφορά γενικής αρμοδιότητας σε έναν οργανισμό έχουμε (στην αρχή επρόκειτο να πάει στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών/ΕΒΑ, μετά πρυτάνευσαν σκέψεις για ειδική ανεξάρτητη Αρχή, που δεν έχει δει ακόμα το φως), ούτε μείωση των κρουσμάτων. Αντίθετα: την περασμένη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία για παραβίαση των κανόνων του «ξεπλύματος» κατά τεσσάρων χωρών (Πορτογαλία, Μάλτα, Λετονία και Λιθουανία) … υπό το παλιό καθεστώς του «δώσε μου εξηγήσεις και θα δούμε τι θα κάνουμε».

Για πολλοστή, επίσης, φορά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έρχεται «αντιμέτωπη» με την Google, αυτή τη φορά στον τομέα της διαφήμισης. Και για πολλοστή φορά, δεν έχει στη διάθεση της άλλα εργαλεία από τους πολύ γενικούς, και γι’ αυτό μη επαρκείς, κανόνες του αθέμιτου ανταγωνισμού. Η τελευταία αιτίαση για παραβίαση έγινε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εκδοτών, στο οποίο μετέχουν σχεδόν όλοι οι μεγάλοι εκδοτικοί και δημοσιογραφικοί οίκοι, και σχετίζεται με τον τρόπο που χρησιμοποιεί η Google το σχεδόν-μονοπώλιο της στη διαφήμιση προϊόντων και υπηρεσιών. Όπως είπε ένας δικηγόρος των προσφευγόντων, στο πεδίο του διαδικτύου η Google ενεργεί σαν μια μεγάλη υπερεθνική τράπεζα, η οποία θα ήταν ταυτόχρονα «πωλητής, αγοραστής και χειριστής της πλατφόρμας συναλλαγών».

Η γνωστή Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής θα εξετάσει, πιθανώς θα επιβάλει ένα πρόστιμο-σταγόνα στον ωκεανό και η Google, όπως και οι άλλοι τεχνολογικοί γίγαντες, θα συνεχίσουν να αλωνίζουν.

Ακόμα και εκεί που η Επιτροπή προτείνει νέους κανόνες, συχνά αυτοί αποδεικνύονται όχι ιδιαίτερα τολμηροί και μειωμένης αποτελεσματικότητας.

Για την Ευρωπαϊκή Πράξη για Μικρο-επεξεργαστές (European Chips Act), για την οποία γράφαμε σε αυτές τις στήλες την προηγούμενη εβδομάδα, αρκετοί ειδικοί ήδη αποφάνθηκαν ότι είναι «μια από τα ίδια», αφού η χρηματοδότηση είναι ανεπαρκής, προέρχεται από πόρους που είχαν δοθεί αλλού και απλώς μετακινούνται (μόνο 250 εκατομμύρια, σε σύνολο 3,3 δισ., αποτελούν «φρέσκο χρήμα»), ενώ ο τρόπος πιλοταρίσματος και διάθεσης των πόρων είναι «γραφειοκρατικός» (νέα «ανεξάρτητα» σώματα αναγγέλλονται, που είναι αμφίβολο αν θα δουν φως) και «αδιαφανής».

Χρήματα υπό μορφή επιδομάτων και όχι με αναπτυξιακό αέρα, από τον πολύπαθο και «κολλημένο» κοινοτικό προϋπολογισμό, για να πούμε ότι κάτι κάνουμε παρά για να κάνουμε τη διαφορά.

Είπαμε, σε πείσμα των καιρών, business as usual.