Η ώρα των εκλογών σήμανε τη λήξη μιας μακράς προεκλογικής περιόδου και τον λόγο τον πήραν οι πολίτες. Το μήνυμα της κάλπης ήρθε να βάλει σε μια… τάξη τις υποσχέσεις, τις αντιπαραθέσεις που προηγήθηκαν, αλλά και να καθορίσει τις εξελίξεις στη συνέχεια.

Βέβαια, ξεκίνησε αμέσως μια νέα προεκλογική περίοδος, αφού οδηγηθήκαμε σε νέες εκλογές.

Η ιδιομορφία αυτών των εκλογών ήταν ότι διεξήχθησαν με το σύστημα της απλής αναλογικής, ενώ οι επόμενες θα γίνουν με ενισχυμένη αναλογική, γεγονός που ανοίγει διαφορετικές προοπτικές ανάλογα με το αποτέλεσμα.

Πέρα από τον καταμερισμό των εδρών, το εκλογικό αποτέλεσμα θα δώσει και ένα μήνυμα προς τις πολιτικές ηγεσίες. Αφού προέκυψε καθαρός νικητής με σημαντική διαφορά, ο «πειρασμός» για τον πρώτο να πάει σε δεύτερες εκλογές προκειμένου να κερδίσει το «μπόνους» των 40 εδρών ήταν μεγάλος, ενώ και το ευρύτερο πολιτικό μήνυμα είναι υπέρ μιας συμπαγούς αυτόνομης κυβέρνησης.

Η απλή αναλογική είναι το μόνο σύστημα που δίνει «λόγο» και παρέμβαση στα μικρά κόμματα, ενώ αναβαθμίζει και τη λειτουργία του Κοινοβουλίου. Με αυτοδύναμες κυβερνήσεις τα μικρότερα κόμματα αλλά και γενικά η αντιπολίτευση δεν έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν ούτε μία λέξη στα νομοσχέδια που φέρνει η εκάστοτε κυβέρνηση. Η κυβερνώσα πλειοψηφία περνάει τη νομοθεσία χωρίς πρόβλημα και η κοινοβουλευτική επεξεργασία καταλήγει μια σχεδόν τυπική διαδικασία.

Αντίθετα, με κυβερνήσεις συνεργασίας οι δυνάμεις που συμμετέχουν στον συνασπισμό αναγκάζονται να διαπραγματευτούν και να συμφωνήσουν ώστε να προκύψει η κοινή συνισταμένη η οποία θα περάσει από τη Βουλή χωρίς να καταρρεύσει η συμμαχία. Η κατάσταση αυτή μπορεί να δημιουργήσει αστάθεια, αλλά από την άλλη οδηγεί αναγκαστικά σε συνεννοήσεις και συναινέσεις, οι οποίες πρέπει να έχουν απήχηση όχι μόνο στο Κοινοβούλιο αλλά και στην κοινωνία.

Η συνεννόηση και οι συναινέσεις είναι κατ’ εξοχήν το στοιχείο που λείπει από το ελληνικό πολιτικό σύστημα και η έλλειψη αυτή τροφοδοτεί αρκετές στρεβλώσεις και παθογένειες, όπως ο πελατοκεντρικός χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος και του Δημοσίου.

Επιπλέον, χωρίς πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις δεν μπορεί να γίνει μακροχρόνιος πολιτικός σχεδιασμός, καθώς οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις έχουν την τάση να ανατρέπουν κάθε φορά τα πεπραγμένα της προηγούμενης.

Με κυβερνήσεις συνεργασίας και ανάλογα με τα αποτελέσματα των εκλογών και τους πολιτικούς συσχετισμούς οι συμμαχίες και οι συναινέσεις διαμορφώνονται κάθε φορά προς τα αριστερά ή τα δεξιά του πολιτικού φάσματος, με το Κέντρο να παίζει πάντα έναν ρυθμιστικό -και εξισορροπητικό- ρόλο.

Δίνεται επίσης η δυνατότητα να νομοθετηθούν και θεσμικές παρεμβάσεις με μεγάλη πλειοψηφία, οι οποίες θα υπερβούν τον ορίζοντα μιας κυβέρνησης για θέματα στα οποία μπορούν να διαμορφωθούν ευρείες συναινέσεις.

Ουδείς αμφιβάλλει ότι ο μακροχρόνιος σχεδιασμός και οι συνεννοήσεις για σημαντικές θεσμικές παρεμβάσεις στην Ελλάδα είναι πιο αναγκαίες από ποτέ. Οχι μόνο γιατί η χώρα έχει μείνει πίσω οικονομικά και παραγωγικά, αλλά κι επειδή ο κόσμος αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς και πρέπει όλοι να «διαβάσουμε» σωστά τα νέα δεδομένα και να προσαρμοστούμε σε αυτά.

Την ίδια στιγμή, όμως, όλοι γνωρίζουμε ότι η νοοτροπία του πολιτικού συστήματος δεν ευνοεί τη συνεννόηση, ούτε υπάρχει εκείνος ο δημόσιος τομέας που θα λειτουργήσει απερίσπαστος από το πολιτικό σύστημα για να «τρέχει» η χώρα ανεξάρτητα από τις πολιτικές διακυμάνσεις.

Υπό αυτό το πρίσμα, η απλή αναλογική θα βάλει σε μια δοκιμασία τις πολιτικές ηγεσίες, αλλά αποτελεί και μια ευκαιρία για το πολιτικό σύστημα προκειμένου να υπερβεί τις αγκυλώσεις και τις στρεβλώσεις, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νέας εποχής.