Είναι άλλο πράγμα, όπως προσπάθησα να δείξω από αυτές εδώ τις στήλες την προηγούμενη βδομάδα, η εγγενής δυσκολία να βαδίσουν από κοινού ή ενωμένες οι 27 διαφορετικές χώρες που συγκροτούν την Ευρωπαϊκή Ένωση, κι άλλο να ενεργούν έτσι ώστε να αποκλείουν την μεταξύ τους αλληλεγγύη, ιδίως σε δύσκολους καιρούς. Αυτό κάνει, κι είναι πολύ επικίνδυνο κι ανησυχητικό, η Γερμανία, από την αρχή σχεδόν του πολέμου στην Ουκρανία αλλά και πιο πριν.

Το έχουμε σχεδόν ξεχάσει, αλλά και επί covid, και επί Μέρκελ, το πρώτο γερμανικό αντανακλαστικό ήταν «ο καθένας μόνος του κι η Γερμανία σύμφωνα με τη δύναμη της». Μονομερές κλείσιμο των εθνικών συνόρων, προμήθειες μασκών και εμβολίων χωρίς συνεννόηση με κανέναν προηγήθηκαν της τελικής σύμπλευσης και της συμβολής σε κοινές προμήθειες, στη συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, και γενικώς σε συντονισμένη, και σχετικά επιτυχή, αντιμετώπιση της πανδημίας. Με το ξέσπασμα του πολέμου, επίσης μονομερής, αλλά, για μια φορά, αναντίρρητη και υπεράνω συζήτησης, ήταν και η γερμανική πρωτοβουλία στρατιωτικής ενίσχυσης, σε χρήμα, εξοπλισμό και προσωπικό. Για τη Γερμανία πρώτα, στη διάθεση της Ευρώπης -υπό γερμανικούς όρους- αν βολέψει στη συνέχεια.

Πιο σοβαρή είναι η πολύ πρόσφατη μονομερής οικονομική ενίσχυση, ύψους 200 δισ. ευρώ, δηλαδή σχεδόν όσο ολόκληρο το Ταμείο Ανάκαμψης, που αφορά όλες τις χώρες της Ένωσης, την οποία αποφάσισε η γερμανική κυβέρνηση -μια νέα κυβέρνηση με ένα νέο Καγκελάριο- για να απαλύνει τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και ιδίως την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου.

Η κίνηση αυτή είναι ευθέως αντίθετη στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη για πολλούς λόγους. Προέρχεται από έναν σοσιαλδημοκράτη, άρα θεωρητικά πιο ευεπίφορο στην αλληλεγγύη και τη συνοχή, ηγέτη. Αφορά σε ένα ζήτημα, το ενεργειακό, στο οποίο, για μια φορά, η Γερμανία βρέθηκε σε σχετικά πιο αδύναμη θέση από πολλές χώρες της Ένωσης, οι οποίες όμως όλες έδειξαν κατανόηση κι αλληλεγγύη αποδεχόμενες τη γερμανική εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Συνδέεται με άρνηση της Γερμανίας να ληφθούν κοινά μέτρα, όπως το πλαφόν στο φυσικό αέριο (που, κατά τα άλλα, μπαίνει στη Γερμανία μέσω εσωτερικών επιδοτήσεων) και οι κοινές προμήθειες (που, μετά το σάλο που προκάλεσε η στάση της, η κυβέρνηση Σολτς φαίνεται να ξανασυζητάει).

Προμοτάρει εντελώς εκτός κανόνων ισοτιμίας τις ήδη ενισχυμένες μέσα στις απανωτές κρίσεις γερμανικές επιχειρήσεις, καθώς και την αγοραστική δύναμη των γερμανικών νοικοκυριών, σε βάρος κοινών για όλη την Ένωση αναπτυξιακών σχεδίων. Δίνει κακό παράδειγμα ηγεσίας -μονομέρεια χωρίς διαβούλευση– και κακό παράδειγμα πολιτικής -επιδόματα αντί για δομικά μέτρα.

Πολλά φάουλ. Που δεν ισοφαρίζονται ούτε από δηλώσεις, ούτε από συμβολικές κινήσεις σαν την κοινή προσέλευση Σολτς-Μακρόν στη Διάσκεψη της Πράγας, ούτε από «υποχωρήσεις» σε συμβολικότερα και λιγότερα πρακτικά μέτωπα, όπως η αποδοχή της πρότασης Μακρόν για την «Πολιτική Κοινότητα» 44 -ακόμα λιγότερο αλληλέγγυων- χωρών. Η Γερμανία δεν έγινε ξαφνικά λιγότερο φιλοευρωπαϊκή. Αλλά μέσα στο καμίνι του πολέμου και των κρίσεων που προκαλεί οφείλει να το αποδεικνύει διαρκώς και όχι να σπέρνει αμφιβολίες -και διχόνοια.