Η επέτειος των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, σε συνδυασμό με τα τεράστια προβλήματα, ακόμα και υπαρξιακά, που αντιμετωπίζει η χώρα, αποτελούν μια ευκαιρία αναστοχασμού του παρελθόντος και άντλησης διδαγμάτων για το μέλλον.

Οι πολεμικές επιχειρήσεις της επανάστασης έγιναν βεβαίως από τους Έλληνες κατοίκους της ενδοχώρας, αλλά η σύλληψη, ο σχεδιασμός, και η πολιτική υποστήριξη του εγχειρήματος έγιναν από το ελληνικό πνευματικό κεφάλαιο στις ελληνικές παροικίες του Παρισιού, της Βιέννης, της Τεργέστης, της Οδησσού και των άλλων κοινοτήτων των ομογενών. Οι ίδιες παροικίες εξασφάλισαν και την απαραίτητη οικονομική υποστήριξη και τα εφόδια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, με τις χορηγίες των εμπόρων, των επιχειρηματιών, και κυρίως των ναυτικών οικογενειών.

Το μόνιμο χαρακτηριστικό της συνολικής περιόδου ήταν η ανεπάρκεια των θεσμών και του εγχώριου πολιτικού προσωπικού, το οποίο πάντοτε αντιστάθηκε σθεναρά σε όλες τις προσπάθειες των Ελλήνων του εξωτερικού να επηρεάσουν την εσωτερική πολιτική σκηνή, με χειρότερο παράδειγμα την τύχη του Καποδίστρια.

Με την έναρξη της επανάστασης του 1821 άρχισε και η πρώτη φάση της πόλωσης των σχετικών δυνάμεων μεταξύ των «αυτόχθονων» και των «ξένων». Οι αυτόχθονες είχαν την στήριξη των κοτζαμπάσηδων, των προεστών και των τοπικών παραγόντων. Οι Έλληνες της ομογένειας θεωρήθηκε ότι αντιπροσώπευαν τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ρωσικά συμφέροντα. Οι πρώιμες εμφύλιες συγκρούσεις που προέκυψαν από τις προαναφερόμενες πολώσεις οδήγησαν στην εξασθένιση της επαναστατικής δυναμικής, και μόνο η παρέμβαση των ξένων δυνάμεων στο Ναβαρίνο συνετέλεσε στη δημιουργία του πρώτου Ελληνικού κράτους.

Η εσωστρέφεια έγινε το κύριο χαρακτηριστικό του νέου ελληνικού κράτους και σε αυτό το γεγονός οφείλεται η αδυναμία ανάπτυξης μιας κανονικής αστικής τάξης που θα έπαιζε τον ίδιο ρόλο με τις αντίστοιχες αστικές τάξεις των ευρωπαϊκών χωρών στον 19ο και στον 20ο Αιώνα. Όπως σημειώνει ο Παναγιώτης Κονδύλης, δεν επετεύχθη «μετακένωση» στο εσωτερικό ούτε της αστικής δραστηριότητας ούτε ενός κάποιου σοβαρού νεοελληνικού Διαφωτισμού.

Όπου δεν έχουμε ακέραια και μεστή πρόοδο, μοιραία παρατηρούνται δομικές στρεβλώσεις. Ένα καίριο ζήτημα ήταν ο χωρισμός του κράτους από την κοινωνία που αντί να εμπεδωθεί, μετέτρεψε το κράτος σε εντολοδόχο του γενικού συμφέροντος. Ο κρατικός μηχανισμός διογκώθηκε, επειδή τα κόμματα εξασφάλιζαν ψηφοφόρους, παρέχοντας υπαλληλικές και άλλες θέσεις. Το κράτος μεταμορφώθηκε σε εργοδότη και τα κόμματα σε πιστό νομέα της κρατικής εξουσίας. Ο κοτζαμπάσης εξελίσσεται σε κομματάρχη και αυτός εξελίσσεται σε μεσάζοντα που αποκαθιστά κοινωνικά τους οπαδούς του κόμματος. Πρόκειται για το πελατειακό κράτος που ζει και βασιλεύει μέχρι σήμερα.

Με την εξαίρεση της εξωστρέφειας της πρώτης περιόδου της διακυβέρνησης του Ελευθέριου Βενιζέλου, το πελατειακό κράτος συνεχίζει τη δράση του και στην μεταπολεμική περίοδο. Οι προπολεμικά ονομαζόμενοι «αστοί» αντικαταστάθηκαν από τους νεόπλουτους, οι οποίοι ήταν οι ευνοημένοι των εργολαβικών και μεταπρατικών δραστηριοτήτων του μεταπολεμικού κράτους.

Η τελευταία πράξη του δράματος έλαβε χώρα στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, οπότε η λαϊκίστικη δημαγωγία συγχωνεύτηκε με το επιχώριο κομματικό πελατειακό σύστημα. Η ψήφος μετετράπη σε «γραμμάτιο προς εξόφληση». Ο δανεισμός έγινε το φάρμακο για πάσαν νόσο και έτσι μια χώρα που εισάγει τα καταναλωτικά της αγαθά στράφηκε προς τον δανεισμό, εκχωρώντας έτσι τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της, όπως ακριβώς συνέβη με τα Μνημόνια της περιόδου 2010-2018.

Στην επέτειο των 200 ετών της επανάστασης του 1821 πρέπει να αλλάξουμε πορεία: από την περιχαράκωση και την εσωστρέφεια πρέπει να γίνουμε εξωστρεφείς σε όλες τις ενέργειες και δράσεις. Η πρώτη μορφή εξωστρέφειας αφορά στην άμεση και αποτελεσματική διασύνδεση με την ελληνική Ομογένεια σε όλο τον κόσμο. Στη συνέχεια πρέπει όλοι οι εθνικοί σχεδιασμοί να εμπεριέχουν το στοιχείο της εξωστρέφειας. Για παράδειγμα, στην μεγαλύτερη εθνική προτεραιότητα, την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, η κύρια έμφαση πρέπει να είναι στην μετατροπή της Ελλάδας σε εκπαιδευτικό κέντρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, η έμφαση πρέπει να είναι στη δημιουργία ενός εθνικού Φορέα Αγροτικών Εξαγωγών. Στην ανάπτυξη της Βιομηχανίας, η έμφαση πρέπει να είναι στην υποκατάσταση των εισαγωγών. Στην εξωτερική πολιτική και την εθνική άμυνα, πρέπει να προσδεθούμε στο άρμα της Γαλλίας, η οποία θα αποτελέσει τον κύριο μοχλό της ενιαίας αμυντικής δομής της ΕΕ.

Τέλος, πρέπει να δημιουργηθεί ο νέος και κατάλληλος πολιτικός φορέας που θα αναλάβει την ιστορική ευθύνη της υλοποίησης του νέου εθνικού οράματος. Ιστορικά στην Ελλάδα τα προοδευτικά κινήματα συγκροτούνταν από πρωτοπόρες κοινωνικές δυνάμεις που δρούσαν στην οικονομία, στην επιστήμη, στην διοίκηση, στην παιδεία, στον πολιτισμό και τις τέχνες.

Διατύπωναν προτάσεις και υλοποιούσαν σχέδια που ενδυνάμωναν την χώρα προσδίδοντάς της οικονομική, τεχνική, διοικητική και στρατιωτική ισχύ. Δεν ήταν κινήματα διαμαρτυρίας, ούτε προασπιστές αντιλήψεων που κρατούσαν τη χώρα πίσω. Οι σημερινές διακηρύξεις περί προοδευτικών μετώπων δεν έχουν καμιά αξία χωρίς τα ανωτέρω χαρακτηριστικά. Η πολιτική συγκυρία απαιτεί την δημιουργία του Φιλελεύθερου Κέντρου, που θα αποτελέσει τον καταλύτη για την ανασυγκρότηση της χώρας.