Η απλή αναλογική με την οποία θα γίνουν οι επόμενες εκλογές επικρίνεται από ορισμένες πλευρές, με βασικό επιχείρημα ότι δεν διασφαλίζει εύκολα κυβέρνηση ή ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν είναι σταθερές.

Είναι, όμως, έτσι; Ή μήπως, αντίθετα, οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι αυτό που χρειάζεται σήμερα η Ελλάδα για να προχωρήσει;

Τις τελευταίες δεκαετίες, η χώρα είχε αυτοδύναμες κυβερνήσεις – με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες δεν κρίθηκαν επιτυχημένες.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι επικράτησαν δύο μεγάλα κόμματα, τα οποία εναλλάσσονταν στην εξουσία, με κύριο σκοπό τη διαχείριση του κράτους και των πόρων του.

Όπως είναι λογικό, τα κόμματα έγιναν πολυσυλλεκτικά, απευθυνόμενα σε ανθρώπους με μεγάλες ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους αλλά και σε κοινωνικές ομάδες με διαφορετικά -πολλές φορές και συγκρουόμενα μεταξύ τους- συμφέροντα.

Η Ν.Δ. ξεκινούσε από το Κέντρο και έφτανε στα άκρα της Δεξιάς, το παλιό ΠΑΣΟΚ κάλυπτε από το Κέντρο μέχρι και τα άκρα της Αριστεράς, ενώ μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται στον ίδιο χώρο με σκοπό να τον καλύψει. Ο βαθμός πολυσυλλεκτικότητας διαφέρει από κόμμα σε κόμμα, αλλά η τάση υπάρχει σε όλα.

Ο παλιός -προ μνημονίων- δικομματισμός είχε εξομοιώσει σε μεγάλο βαθμό τα κόμματα, αφού η βασική συγκολλητική ουσία ήταν η προοπτική εξουσίας, η νομή του κράτους και η διαχείριση των συμφερόντων -των καλώς εννοουμένων συμφερόντων- διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, αλλά και των αφανών συμφερόντων από ομάδες πίεσης.

Οι υποσχέσεις για παροχές είχαν μεγαλύτερη σημασία από τα προγράμματα, καθώς η κρίσιμη δεξαμενή ψήφων ήταν κοινή. Γι’ αυτό και ουδείς έδινε σημασία στα κυβερνητικά προγράμματα. Ούτε τα κόμματα, ούτε οι ψηφοφόροι.

Με πλειοψηφικό σύστημα και αυτοδυναμίες υποβαθμίζεται και η κοινοβουλευτική διαδικασία, αφού κουμάντο κάνει η κυβέρνηση και δευτερευόντως το κόμμα, με τους βουλευτές να πειθαρχούν τυφλά. Εξω από το «μαντρί» δεν υπάρχει μέλλον. Αν ένας βουλευτής διαφωνήσει και καταψηφίσει διαπράττει προδοσία. Κι όμως, στον κοινοβουλευτισμό κάτι τέτοιο είναι απλώς… πολιτική.

Παρότι σταθερές, οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις δεν κατάφεραν πολλά. Περιορίστηκαν στη διαχείριση, χωρίς ποτέ να προκύψουν μεγάλα σχέδια και θεσμικές αλλαγές οι οποίες θα μπορούσαν να αλλάξουν την εικόνα της χώρας.

Αντιθέτως, η «σταθερότητα» παρέχει και ένα είδος ασυλίας και αίσθησης ακλόνητης εξουσίας που μπορεί να αποτελέσει εύφορο έδαφος για διαφθορά, νεποτισμό και καταχρήσεις.

Με εναλλασσόμενες αυτοδύναμες κυβερνήσεις δεν μπορεί να υπάρξει ούτε μακροχρόνιος σχεδιασμός. Κάθε κυβέρνηση ανατρέπει τα έργα της προηγούμενης ή δεν τα συνεχίζει.

Σήμερα, όμως, ο μακροχρόνιος εθνικός σχεδιασμός είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα, καθώς η ήδη αποτυχημένη παραγωγικά οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει παγκόσμιες αναταράξεις οι οποίες απειλούν να επιδεινώσουν τη θέση της.

Για να αλλάξει όμως το παραγωγικό υπόδειγμα, χρειάζονται συνολικό, μακροχρόνιο σχέδιο και ευρύτατες θεσμικές αλλαγές, τις οποίες μια κυβέρνηση -οποιαδήποτε και αν είναι αυτή- δεν μπορεί να κάνει μόνη της.

Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο ότι η σύγχρονη Ευρώπη χτίστηκε με κυβερνήσεις συνεργασίας.
Οι κυβερνήσεις συνεργασίας επιβάλλουν διαπραγματεύσεις και συνεννοήσεις προκειμένου να γίνουν προγραμματικές συμφωνίες, δεσμευτικές, οι οποίες θα έχουν απήχηση στην κοινωνία και τους ψηφοφόρους.

Ασφαλώς για να υπάρξουν κυβερνήσεις συνεργασίας χρειάζεται σχέδιο, συνεννόηση και δεσμεύσεις.
Αυτό, όμως, είναι το πολιτικό πρόβλημα στην Ελλάδα σήμερα και όχι τα ποσοστά και οι πρωτιές των κομμάτων. Απουσιάζουν το σχέδιο, η συνεννόηση και οι δεσμεύσεις.

Στην πραγματικότητα το πολιτικό σύστημα χρειάζεται την απλή αναλογική προκειμένου να εξελιχθεί και να ανταποκριθεί στις ανάγκες μετασχηματισμού της χώρας.

Μπορεί βέβαια υπό τέτοιες συνθήκες να προκύψουν κομματικές διασπάσεις και νέα κόμματα, καθώς οι ιδεολογικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις θα μπορούν να εκφραστούν πιο καθαρά, χωρίς να «πνίγονται» στην κομματική πειθαρχία των πολυσυλλεκτικών κομμάτων.

Κάτι τέτοιο όμως, ίσως είναι ζητούμενο και όχι πρόβλημα.