Η ζωή τα φέρνει καμιά φορά έτσι, που να εξαφανίζει, ή να εξασθενίζει, τις καλύτερες, αλλά και τις χειρότερες, των προθέσεων. Αυτό μόλις συνέβη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γύρω από το μέγα, όσο και άλυτο, θέμα του ασύλου και της «υποδοχής» νόμιμων και παράνομων μεταναστών εντός της Ένωσης.

Εδώ και αρκετό καιρό η Επιτροπή, υπό την μπαγκέτα του Έλληνα Αντιπροέδρου της, προσπαθεί να πατήσει σε δύο βάρκες -«ασφάλεια των συνόρων», δηλαδή απόκρουση παράνομων μεταναστών, και «ανθρωπιστική μεταχείριση», δηλαδή στοιχειώδης μέριμνα για την επιβίωση και την ενσωμάτωσή τους- χωρίς να πέσει στο νερό. Τις τελευταίες εβδομάδες η προσπάθεια αυτή ξαναήρθε στην επιφάνεια: φορτισμένη συζήτηση γύρω από την «Ευρώπη-φρούριο» στις 9 Φεβρουαρίου σε ειδικό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο οποίο Αυστρία, Δανία, Σλοβακία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα και Ελλάδα, με τη συμπαράσταση Ουγγαρίας, Τσεχίας, Βουλγαρίας, Κύπρου και Ιταλίας ζήτησαν επισήμως όχι απλώς ενίσχυση της ασφάλειας των συνόρων αλλά και χρηματοδότηση για την κατασκευή τειχών-φρακτών, ειδική Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για τη Διαχείριση των Συνόρων, στην Αθήνα, στις 23 και 24 Φεβρουαρίου, και πάλι με βασικό θέμα την «ασφάλεια», παρά την προσπάθεια της ελληνικής προεδρίας να «ανοίξει» τη συζήτηση και στην «αλληλεγγύη» και στο άσυλο.

Η διπλή «μάχη» έληξε χωρίς νικητή μεν –Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία και Επιτροπή επέμειναν για την προσθήκη και πιο «πολιτικών» μέσων, κυρίως διεθνών συμφωνιών με τρίτες χώρες, στα τείχη και στους φράκτες, τους οποίους δεν ανέφεραν ρητά, αλλά συμφώνησαν ρητά να χρηματοδοτηθούν-, με σαφές πρόσημο «ασφάλειας» δε. Σύντομα η πραγματικότητα ανέλαβε να το κάνει ακόμα πιο σαφές.

Στις 26 Φεβρουαρίου, ελάχιστες ώρες μετά τη Διάσκεψη της Αθήνας, ένα ξύλινο σκάφος που κανείς δεν θα το έλεγε πλοίο, γεμάτο Αφγανούς, Πακιστανούς και άλλους δυστυχείς φυγάδες, αναποδογύρισε και τσακίστηκε στους βράχους έξω από τις ακτές της Καλαβρίας. Παρότι το ατύχημα έγινε πολύ κοντά στη στεριά –για 40 μέτρα μιλούν οι έρευνες-, οι ιταλικές Αρχές, με βάση τις πρόσφατες «οδηγίες» της κυβέρνησης Μελόνι, δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς, με αποτέλεσμα 72 άνθρωποι, ανάμεσα τους και 28 παιδιά, να πνιγούν, ενώ υπάρχουν –ακόμα- αρκετοί «αγνοούμενοι». Η ιταλική κυβέρνηση «λυπήθηκε» μεν για το περιστατικό, αλλά το χρησιμοποίησε ως πολιτική ευκαιρία για να ξανατονίσει, στο εγχώριο και στο ευρωπαϊκό ακροατήριο, την ανάγκη να μην φτάνουν παράνομοι μετανάστες στο έδαφός της (εννοώντας: για αν φτάσουν, να τι μπορεί να πάθουν).

Με τέτοιο υπόβαθρο προετοιμάστηκε το Συμβούλιο Υπουργών Εσωτερικών για θέματα ασφάλειας και μετανάστευσης, που έλαβε χώρα στις 9 Μαρτίου, και στο οποίο η Ιταλία, δια της Πρωθυπουργού της, όχι απλώς επανέλαβε τη «σκληρή» γραμμή της, αλλά τη διάνθισε με τη σχεδόν ανοιχτή άρνηση να «παίρνει πίσω» αιτούντες άσυλο που «ξέφυγαν» σε άλλες χώρες, ενώ θα έπρεπε να έχουν «τακτοποιηθεί» στην Ιταλία, ως χώρας πρώτης υποδοχής. Στην ίδια κατηγορία, με λίγο περισσότερο τακτ, βρέθηκε και η χώρα μας, ενώ, χωρίς καμία έκπληξη, Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία επέμειναν στην τήρηση της «διαδικασίας του Δουβλίνου». Με τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων, οι πνιγμένοι της Καλαβρίας ήταν αδύνατο να αποτρέψουν το πολλοστό μπλοκάρισμα της κοινής μεταναστευτικής πολιτικής: τα συμπεράσματα του επίμαχου Συμβουλίου Υπουργών κάνουν λόγο για «συζήτηση των εξωτερικών και εσωτερικών στοιχείων της μετανάστευσης» και για «δέσμευση/commitment» (μία ακόμη) περί προώθησης του (ακόμα στα χαρτιά) Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου, του «Χάρτη/roadmap του Δουβλίνου» (που χρόνια τώρα δεν βγάζει πουθενά) και της «ομάδας εργασίας για την έρευνα και διάσωση» (που μάλλον δεν έχει μιλήσει με την κυρία Μελόνι).

Να όμως που ήρθαν άλλα γεγονότα, για να σπρώξουν τα πράγματα αν όχι προς τα μπροστά, πάντως πιο κοντά στη συνείδηση των πολιτών. Σε μια ευρωπαϊκή χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη γνωστή και μη εξαιρετέα Γηραιά Αλβιώνα, η κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση έναν νόμο που καθιστά εγκληματική πράξη την περίθαλψη «παράνομων» μεταναστών και διευκολύνει την άμεση αποπομπή τους. Η ίδια η Επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Σουηδή Ylva Johansson, θεώρησε ότι το νομοσχέδιο πιθανότατα παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, ξαναβάζοντας, για λίγο, την Ένωση σε ρόλο εγγυητή, και όχι μόνο τερματοφύλακα, δικαιωμάτων.

Όμως η αντίδραση που ακούστηκε στα πέρατα του κόσμου δεν προήλθε από κάποιον πολιτικό, αλλά από τον πρώην διάσημο ποδοσφαιριστή και νυν εξίσου διάσημο αθλητικό παρουσιαστή του BBC Γκάρι Λίνεκερ, που «τουίταρε» ότι το νομοσχέδιο είναι επάξιο της ναζιστικής Γερμανίας. Το σχόλιο τού στοίχισε την εξαιρετικά καλοπληρωμένη θέση του αλλά έφερε και ένα κύμα συμπαράστασης και ευαισθητοποίησης, που είναι πολύ πιθανό, στον κόσμο που ζούμε, να αποτελέσει, για Βρετανία και Ευρώπη, το καμπανάκι που θα κάνει τα πράγματα –κάπως- να κινηθούν.

Εν τω μεταξύ, τα σαπιοκάραβα δεν θα σταματήσουν να τσακίζονται έξω από τις ακτές μας κι εμείς να περιμένουμε στον καναπέ μας τα ματς του Σαββατοκύριακου.