«1η Ιανουαρίου 2023». Το βλέπεις γραμμένο και δεν μπορείς να το συνηθίσεις ακόμα. Άραγε, αυτήν την ημέρα, θα τη θυμάσαι κάποτε, για κάποιον λόγο, έπειτα από χρόνια;

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά… Για να θυμάσαι το έμπα μιας χρονιάς, κάτι πρέπει να έχει συμβεί και να έχει εντυπωθεί σαν τατουάζ στο μυαλό σου. Αν το καλοδείς, στη ζωή σου, ανέκαθεν, όσα χρόνια κι αν μετράει η ταυτότητά σου, πάντα μια Πρωτοχρονιά έχεις στο μυαλό σου και στον πίνακα των αξιακών στιγμών σου, μόνο μια Πρωτοχρονιά κουβαλάς μέσα σου. Άντε, δύο! Αυτή την Πρωτοχρονιά που μπορεί να κοίταξες κατάματα τα καλά ή τα άσχημα της ζωής σου.

Πρωτοχρονιά ήταν όταν της μίλησες και ξεκίνησε ένα γρήγορο love story – από αυτά που τελειώνουν «άδικα», με εσένα να πρήζεις τους φίλους σου για το πόσο σωστά φέρθηκες. Ή που, τελικά, παντρευτήκατε. Ξεκίνημα χρονιάς ήταν όταν σου πήραν το δίπλωμα επειδή είχες διπλοπαρκάρει σε λεωφόρο – και καλά σου έκαναν. Πρωτοχρονιά όταν ο κολλητός σου έκανε εκείνο το πάρτι που ακόμα «όλη η Ελλάδα θυμάται», τότε που είδες πρόσωπα που δε θα ξαναδείς ποτέ στη ζωή σου – πώς χωρέσατε τόσοι άνθρωποι σε ένα δυάρι; Την ίδια ημέρα, μια άλλη χρονιά, το αυτοκίνητό σου -που είχε κολλήσει στην κίνηση μετά την αλλαγή της χρονιάς, στην Κηφισίας- έβγαζε ατμούς από τη μηχανή του, σαν δράκος που βρυχάται. Πρωτοχρονιά έχασες το πορτοφόλι σου ή τράκαρες ή πήγες το ταξίδι που από μικρό παιδί λαχταρούσες – στο θυμίζει το μαγνητάκι στο ψυγείο.

Πρωτοχρονιά ξύπνησες σε ένα παγκάκι με ένα… τυλιχτό σουβλάκι στην κωλότσεπη -ή μήπως ήταν Απόκριες;- Πρωτοχρονιά σε πήρε ο ύπνος από την κούραση στον καναπέ ενός σπιτιού που δεν είχες ξαναπάει ποτέ. Πρωτοχρονιά ξύπνησες και συστηνόσουν στο πλάσμα με το οποίο κοιμήθηκες τα ξημερώματα. «Και πώς βρέθηκα εδώ;». Ερώτηση που θέτεις φωναχτά μεν, προς τον εαυτό σου δε, όχι μόνο για τον τόπο που βρίσκεσαι εκείνη τη στιγμή που διατυπώνεις το ερώτημα, αλλά για το πώς πέρασαν τα χρόνια από πάνω σου. Πότε ήταν Πρωτοχρονιά του 1989 και πώς φτάσαμε να κόβουμε βασιλόπιτα που έχει πάνω της ζωγραφισμένο το «2023» με αμύγδαλα ή άχνη;

Γενικότερα, Πρωτοχρονιές έκανες τον απολογισμό σου, ενώ πάντα ορκιζόσουν ότι του χρόνου θα τον έκανες την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, και την 1η Γενάρη θα έβαζες σε εφαρμογή όλα όσα είχες, πια, ως στόχους και σχέδια χρονιάς: Να κόψεις το τσιγάρο, να μην είσαι τόσο οξύθυμος άνθρωπος, να ασκήσεις την υπομονή σου, να μην είσαι τόσο άστατος στην προσωπική σου ζωή, ενώ θα βάλεις λίγη αταξία στα πράγματά σου, που είναι τακτοποιημένα με ολόκληρα κομμάτια ψυχαναγκασμού – ή το αντίθετο. Αυτά είναι τα λεγόμενα “Mind games” στα οποία χάνεις πανηγυρικά, ενώ ο άλλος σου εαυτός -ο καλός ή κακός, δεν έχει σημασία- πανηγυρίζει επειδή σε νίκησε, σαν Βραζιλιάνος έπειτα από την επίτευξη τέρματος – σημειώσατε 1.

Πρωτοχρονιά αποφάσισες να τα ζεις όλα χωρίς αύριο, αλλά σου κόπηκε η ορμή και ανέβαλες την επαναστατικότητά σου καθώς θυμήθηκες ότι η 2η ημέρα του χρόνου είναι εργάσιμη η ρουφιάνα κι ότι πρέπει να πας στη δουλειά και να παραδώσεις το πλάνο για τη στρατηγική της νέας χρονιάς στην εταιρία, «ουφ, φάγαμε πολύ και φέτος» – ναι, ok, θα ξεκινήσεις και δίαιτα.

Ήταν ξημέρωμα μιας Πρωτοχρονιάς που σε βρήκε να συζητάς τεράστια ερωτήματα με μια παρέα, του τύπου «υπάρχει Θεός;», «ζει ο Έλβις;», «ωρέ, πού πάμε, κβο βάντις, πού βαδίζομεν, κύριοι;» κ.λπ. Ήταν η ανατολή της πρώτης ημέρας του χρόνου που όλα σου φαίνονταν καινούρια – και έτσι ήτανε!

Ναι, είναι δεδομένο ότι κάθε 1η Γενάρη κουβαλά από πίσω της μια ιστορία που δεν την πετάς, δεν την παραγνωρίζεις, δεν τη βάζεις στο πατάρι να ξεμπερδέψεις με δαύτη. Επίσης, σε ένα γρήγορο rewind, όλες οι Πρωτοχρονιές εμφανίζονται στο μυαλό σου σαν μία, αδιαίρετη και ομοούσια Πρωτοχρονιά – παράξενο πώς. Αλλά τώρα, όμως, που τόσα «καλή χρονιά» έχουν κάψει τόσο φιλμ -ή, αντίστοιχα, τόσα τσιπάκια μνήμης ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής- από τη ζωή σου, πες αλήθεια, επειδή από εκεί το άρχισα, μια από όλες τις Πρωτοχρονιές, σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες, δεν (θα) θυμάσαι πιο έντονα;