Ολοι συμφωνούν θεωρητικά ότι η στήριξη της οικονομίας και της αγοράς με ρευστότητα και νέες επενδύσεις είναι το μεγάλο ζητούμενο, αλλά αποτελεί ακόμα ερώτημα το πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Η οικονομική ανάκαμψη μετά την καραντίνα και η προοπτική των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης προβάλλεται από την κυβέρνηση ως ευκαιρία για ένα restart που θα δημιουργήσει ευκαιρίες, εισοδήματα και επιχειρηματικά κέρδη.

Με βάση τον σχεδιασμό για την απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, ένα μεγάλο μέρος θα διοχετευτεί μέσα από το τραπεζικό σύστημα, το οποίο θα συμπληρώνει τη χρηματοδότηση του Ταμείου, με τραπεζικό δανεισμό και ίδια κεφάλαια του επενδυτή.

Το πρώτο ζήτημα είναι ότι οι τράπεζες θα αξιολογούν τις επενδύσεις με τα κριτήρια πιστοληπτικής αξιοπιστίας, ήτοι κατά πόσον η επιχείρηση είναι σε θέση να αποπληρώσει τα δανεικά.

Στο σημείο αυτό υπάρχει το γνωστό πρόβλημα ότι η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων δεν πληρούν τα κριτήρια τραπεζικής χρηματοδότησης. Σύμφωνα με διάφορες έρευνες και υπολογισμούς που έχουν γίνει για την ελληνική αγορά, μόνο περί τις 25.000-30.000 επιχειρήσεις είναι επιλέξιμες για τραπεζική χρηματοδότηση, από το σύνολο των περίπου 600.000 εταιρειών που είναι ενεργές, αλλά και μεγαλύτερες επιχειρήσεις βγαίνουν εκτός χρηματοδότησης, πολλές φορές «άδικα».

Το πρόβλημα είναι ότι κατά κανόνα τα τραπεζικά κριτήρια χρηματοδότησης αφορούν το ιστορικό της εταιρείας και τα περιουσιακά στοιχεία που θα αποτελούν εγγύηση για το δάνειο.

Ωστόσο, ύστερα από 13 χρόνια αδιάλειπτης κρίσης το ιστορικό των επιχειρήσεων είναι βεβαρημένο, ακόμα και αν οι προοπτικές είναι ενδεχομένως καλές.

Επιπλέον, μια εταιρεία μπορεί να έχει λαμπρό μέλλον, ακόμα και αν δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία για να τα παρουσιάσει ως εχέγγυα για χρηματοδότηση.

Με άλλα λόγια, το σύστημα είναι σχεδόν μαθηματικά προγραμματισμένο να αφήσει εκτός χρηματοδοτήσεων ακόμα και επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να υλοποιήσουν αξιόλογα επιχειρηματικά σχέδια στην «πράσινη» και την ψηφιακή οικονομία, που αποτελούν τις μεγάλες προτεραιότητες του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο φιλοδοξεί να κάνει την Ε.Ε. πρωταγωνιστή στη νέα οικονομία του ήλιου και του υδρογόνου.

Για την ακρίβεια, δεδομένου ότι οι τομείς αυτοί συνδέονται με την καινοτομία και το ρίσκο, πιθανότατα ταιριάζουν καλύτερα σε εταιρείες που έχουν δυναμισμό, είναι ευέλικτες και πρόθυμες να αναλάβουν περισσότερα ρίσκα, ήτοι έχουν ένα προφίλ που κατά τεκμήριο διαφέρει από εκείνο μιας παλιάς, συντηρητικής και αξιόπιστης με τραπεζικά κριτήρια επιχείρησης.

Πόσο μάλλον που έτσι όπως έχει σχεδιαστεί το σύστημα, τελικά οι τράπεζες δεν θα κάνουν μόνο έλεγχο τραπεζικής φερεγγυότητας, αλλά και σκοπιμότητας της επένδυσης. Θα πρέπει να αξιολογήσουν δηλαδή κατά πόσο μια επενδυτική πρόταση συνάδει με τους στόχους και τις προτεραιότητες του Ταμείου Ανάκαμψης.

Μπορούμε να φανταστούμε μια επιχειρηματική ομάδα από επιστήμονες, μάνατζερ, και, κυρίως, ανθρώπους με επιχειρηματικό ταλέντο, όραμα και όρεξη για δημιουργία να παρουσιάζουν ένα επιχειρηματικό σχέδιο παραγωγής υδρογόνου σε ένα τραπεζικό στέλεχος, το οποίο θα ρωτάει εάν έχουν… ακίνητα για να βάλουν εγγύηση.

Η αλήθεια είναι ότι οι τραπεζίτες είναι εξ επαγγέλματος συντηρητικοί, ιδιαίτερα όταν έχει καεί η γούνα τους από τα διακοποδάνεια και άλλες χρηματοδοτήσεις που έδιναν χωρίς επαρκή αξιολόγηση στο παρελθόν, τα οποία μετατράπηκαν σε «κόκκινα» και με δική τους ευθύνη. Επιπλέον, λόγω και της αυστηρής εποπτείας πλέον φυσάνε και το γιαούρτι προτού δώσουν ένα δάνειο.

Ωστόσο, εδώ είναι η ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας, η οποία πρέπει να κάνει… πολιτική. Να αλλάξει τους κανόνες και να ορίσει ένα πλαίσιο που θα επιτρέψει να διαχυθεί η χρηματοδότηση σε μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων και με ευέλικτα κριτήρια.

Ετσι ώστε να προκύψουν μεγαλύτερα πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία, αλλά και να δημιουργηθεί εύφορο έδαφος για την ανάδειξη στην Ελλάδα νέων επιχειρηματικών πρωταγωνιστών που θα κοιτάνε προς το μέλλον.