Οι συνθήκες οι οποίες καταγράφονται γύρω μας όχι μόνο δεν είναι ευοίωνες, αλλά προκαλούν μια έντονη ανησυχία στους κατοίκους και της Ελλάδας, παίρνοντας τον χαρακτήρα της μονιμότητας που πνίγει τις πολλές ελπίδες. Προφανώς, το ανησυχία «και» για τη χώρα μας δεν το έγραψα τυχαία, αφού περίπου οι ίδιες έννοιες υπάρχουν και εκτός των συνόρων μας.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία και όσα έχει επιφέρει στον πλανήτη, με προεξάρχουσα την ενεργειακή κρίση, τις τιμές σε όλα τα προϊόντα στα ύψη και με τα καύσιμα να «τσουρουφλίζουν» κάθε ικμάδα αισιοδοξίας, κάνουν τον ερχόμενο χειμώνα -το έχω γράψει ξανά- να προοιωνίζεται εξαιρετικά δύσκολος, για όλους μας.

Τα ελληνοτουρκικά φέρνουν επιμέρους ανησυχίες αφού ο Ερντογάν απειλεί πως θα έρθει βράδυ, λες κι αν έρθει άλλη ώρα μέσα στην ημέρα δεν θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε τον ίδιο κίνδυνο.

Η συζήτηση για τις επερχόμενες εκλογές καλά κρατεί και αφού ξεπεράσαμε το πότε(;) θα γίνουν, έχουμε να ασχοληθούμε για το αν θα αλλάξει ο εκλογικός νόμος, αφού η χώρα -ανάμεσα στα άλλα ζητήματα- δεν μπορεί να ζήσει με ακυβερνησία, ούτε μια μέρα.

Το μόνο καλό που μπορούμε να σκεφτούμε, αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα δεινά απέξω, είναι η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης η οποία -ως συνήθως- κουβαλά μαζί της οικονομικά πακέτα και παροχές.

Είναι προφανές πως μια χώρα δεν μπορεί να ζήσει ούτε με την απειλή ενός πολέμου ούτε με ακρίβεια ούτε με ανέχεια ούτε με ρευστή πολιτική κατάσταση ούτε με επιδόματα. Έτσι, η ερώτηση η οποία γεννάται έπειτα από όλα αυτά με έχει απασχολήσει πολλές φορές: «Τι κάνουμε ενώ συμβαίνουν όλα αυτά;».

Η απάντηση -ή, τουλάχιστον, μια σαφής απάντηση- δεν υπάρχει, ενώ οποιοδήποτε σχέδιο θυμίζει οικοδομική προσπάθεια σε βάση από ζελέ ή άμμο. Αυτό που έλεγαν οι παλαιότεροι ημών, «βλέποντας και κάνοντας», στις ημέρες μας αποκτά την απόλυτη τακτική των επόμενων ημερών, αφού η διεθνής συγκυρία πετά οποιονδήποτε προγραμματισμό στα σκουπίδια.

Ταυτόχρονα, ειδικά στην Ελλάδα, τα τελευταία 13 χρόνια ζόρικα ζούμε, έχουμε σιχαθεί να ακούμε από υπεύθυνα χείλη «αυτός ο χειμώνας θα είναι δύσκολος», λες και τους προηγούμενους μας είχε πονέσει η μέση και τα πόδια από τον χορό και τα γλέντια. Εννοείται πως όλο αυτό δεν συνηθίζεται, θεωρείται δεδομένο πως ό,τι έχουμε ζήσει από λογής κακουχίες δεν «καταπίνεται», ούτε υπάρχει περίπτωση να πιστέψουμε πως έτσι θα ζούμε και τα επόμενα χρόνια.

«Απλώς», για άλλη μια χρονιά πρέπει να σφίξουμε τα δόντια και να πάμε παρακάτω, όπως το ίδιο θα πράξουν και πολλοί άλλοι λαοί, ελπίζοντας πως, τελικά, κάτι θα γίνει και θα αλλάξουν πολλά στις ζωές μας. Στην ερώτηση «δηλαδή, θα σωθεί η Ελλάδα, τι θα συμβεί για να βγούμε από το τέλμα;» και πάλι δεν υπάρχει σαφής απάντηση, αλλά μόνο ελπίδα, για κάτι που εγγίζει τα όρια του υπερφυσικού. Και ως γνωστόν, ένα -ας το πούμε- «θαύμα» δεν μπορείς να το εξηγήσεις με τη λογική, ενώ για να γίνει πρέπει και να το πιστεύεις. Και πείτε μου, αυτή την ώρα, τι από όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας πιστεύετε πως θεωρείται λογικό;

Ας το σταματήσω εδώ με τις ερωτήσεις, άλλωστε η ίδια η ζωή και το «προσεχώς» δίνουν πολλές φορές από μόνα τους τις απαντήσεις. Και είναι αυτές οι ώρες που θυμάμαι εκείνο που είχε πει ένας Γάλλος ανθρωπολόγος, ο Κλωντ Λεβί-Στρως: «Το να βρεις τον δρόμο σου προς έναν στόχο, είναι μάλλον θέμα τού να κάνεις τις σωστές ερωτήσεις παρά να πάρεις τις σωστές απαντήσεις».

Αν τα διάβαζε όλα αυτά ο αξεπέραστος ηθοποιός Δημήτρης Χορν και έπρεπε να απαντήσει στον τίτλο του κειμένου μου, θα έσκαγε ένα μειδίαμα και, με το σχεδόν λονδρέζικο, κυνικό χιούμορ του, θα έλεγε: «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Συνεχώς ξεψυχάει»