Λέγαμε την προηγούμενη εβδομάδα, μιλώντας για τα απόνερα του Brexit, ότι, με τη σκλήρυνση της αντιπαράθεσης μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρωπαϊκής Ένωσης, βγαίνουν στην επιφάνεια όλα τα «αγκάθια» της ανεπαρκούς Συμφωνίας Αποχώρησης (Economic Partnership Agreement, του Δεκεμβρίου του 2020). Κι ότι, ενώ πολλοί ασχολούνται με την αλιεία (που εκπροσωπεί κάτι λιγότερο από 1% της βρετανικής οικονομίας), κάνουν σα να μη συμβαίνει τίποτα στο πεδίο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (που εκπροσωπεί πάνω από 20%).

Ε, ακριβώς: το ότι «δεν συμβαίνει τίποτα», δηλαδή υπάρχει, στον έναν περίπου χρόνο από το Brexit, ελάχιστη πρόοδος στον νευραλγικό αυτό τομέα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Και οι συνέπειες έχουν, και αυτές, αρχίσει να εμφανίζονται στην πράξη.

Είναι γνωστό ότι, για λόγους που έχουν να κάνουν με την πολυπλοκότητα του ζητήματος και την έλλειψη προετοιμασίας –προπατορικό αμάρτημα όλης της Συμφωνίας, που βαραίνει περισσότερο τη βρετανική πλευρά-, η ρύθμιση της σχέσης μεταξύ των «διαζευγμένων» στο πεδίο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (financial services) παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες, δηλαδή σε –εντελώς αβέβαιη- ειδική μελλοντική συμφωνία. Η μόνη πρόβλεψη περί «πρόσβασης» (access) βρετανικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στην αγορά της ΕΕ ήταν ότι δύναται να επιτευχθεί είτε μέσω μονομερούς απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θα προσέδιδε τη λεγόμενη «ισοδυναμία» (equivalence) στα προϊόντα της βρετανικής αγοράς, είτε μέσω απόκτησης «διαβατηρίου», μεμονωμένης και ανά περίπτωση «εισόδου» βρετανικών προϊόντων ή εταιριών στην ευρωπαϊκή αγορά μέσω αδειοδότησης από μία από τις χώρες-μέλη της Ένωσης.

Ελλείψει απόφασης για ισοδυναμία, που αφενός έχει έντονα πολιτικό χαρακτήρα και αφετέρου προσέκρουσε σε υπερβολικές, σύμφωνα με την Επιτροπή, βρετανικές απαιτήσεις (να είναι σχεδόν αυτόματη και ελάχιστα γραφειοκρατική λόγω «προτέρου εντίμου βίου»), η δεύτερη «λύση» είναι αυτή που ακολουθείται στην πράξη. Μόνο που είναι μη λύση, καθώς δεν διαθέτει γενικότητα ή θεσμικότητα, ούτε δημιουργεί έδαφος για μια «νέα σχέση»: δεν υπάρχει σχέση όταν ο ένας από τους δυο «διαζευγμένους» αρνείται να συζητήσει για το ποιος θα πάρει ένα πρώην κοινό περιουσιακό στοιχείο και ο άλλος το περιφέρει, εν είδει δημοπρασίας, σε διάφορους «μνηστήρες».

Η επίπτωση αυτού του τέλματος στο City του Λονδίνου, και γενικά στο βρετανικό χρηματοοικονομικό τομέα, είναι εμφανής, με μετακίνηση πολλών μεγάλων εταιριών (τραπεζικών, χρηματιστηριακών, ασφαλιστικών, διαμεσολαβητικών) από τη βρετανική πρωτεύουσα και σημαντικές απώλειες σε τζίρο, πρεστίζ και θέσεις εργασίας –παρότι το City δεν «πέθανε» και δεν αντικαταστάθηκε ολοσχερώς από κάποια άλλη αντίστοιχη ευρωπαϊκή αγορά (marketplace). Για να μη μιλήσουμε για τη ζημία, που καταγράφεται ήδη, στις άλλες, τις μη χρηματοοικονομικές, υπηρεσίες, όπως η διασκέδαση/entertainment industry, οι νομικές, λογιστικές, πολιτιστικές υπηρεσίες, στις οποίες η Βρετανία, λόγω γλώσσας κυρίως, έχει ισχυρό προβάδισμα και τεράστια αγορά (εξαγωγές 41 δισεκατομμυρίων, προ Brexit).

Η κυβέρνηση Τζόνσον κάνει πως δεν βλέπει αυτή την εξέλιξη –όπως και κάθε εξέλιξη που δεν την συμφέρει, ή που δεν ταιριάζει με το «αφήγημα» του «take back control», κι ας έχει στην πράξη καταρρεύσει. Τη βλέπει όμως πολύ καλά, και ανησυχεί, η βρετανική επιχειρηματική κοινότητα και η ηγεσία του City: η άτυπη «Πρόεδρος» του Catherine McGuiness προειδοποίησε ότι βρετανικές απειλές, όπως η πρόσφατη για πυροδότηση του περίφημου άρθρου 16 της Συμφωνίας περί μονομερούς αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, μόνο κακό κάνουν. Ένα κακό, που έχει ήδη σε μεγάλο βαθμό συντελεσθεί μέσω της έντασης του πολιτικού κλίματος, η οποία έχει εμποδίσει την πρόοδο ακόμα και σε «ευκολότερους» τεχνικά τομείς, όπως το «Μνημόνιο» περί εποπτικής συνεργασίας (memorandum of understanding on supervisory cooperation). Μόνο στη διαβίβαση στοιχείων (data) και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχουν κάπως καταφέρει να συνεννοηθούν Ηνωμένο Βασίλειο και Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ένας άλλος κρίσιμος κάβος προβάλλει ήδη στον ορίζοντα: στις 30 Ιουνίου 2022 λήγει η μεταβατική περίοδος που είχε δώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε οι συναλλαγές των τραπεζών των κρατών-μελών της ΕΕ να μπορούν να εκκαθαρίζονται από τους μεγάλους βρετανικούς οίκους (clearing houses) –άλλη μια τεράστια και προσοδοφόρα για τη Βρετανία αγορά. Και μπορεί μεν η Ιρλανδή Επίτροπος Mairead McGuiness (άλλη μία McGuiness, χωρίς καμία, πλην ίσως της ψυχικής, συγγένεια με την προηγούμενη) να δηλώνει ότι δεν θα υπάρξουν «δυσάρεστες εκπλήξεις», άρα να υπονοεί ότι θα δοθεί, ελλείψει συμφωνίας, «παράταση στην παράταση», ποιος όμως μπορεί να αγνοεί το συμπλήρωμα της φράσης της: «πάντως πρέπει όλο και περισσότερες μη βρετανικές εταιρίες εκκαθάρισης, και γενικά παράγωγων προϊόντων (derivatives), να προσφέρουν υπηρεσίες στη ζώνη του ευρώ»;

Και ποιος μπορεί να αποκλείσει ότι όσο «χοντραίνει» το παιχνίδι το Βασίλειο σε άλλους τομείς, τόσο θα κλείνει και η ευρωπαϊκό στρόφιγγα στον τομέα που κατεξοχήν «καίει», δηλαδή στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες;

Έτσι οργουελικά καταλήγουν τα διαζύγια που δεν ζυγίστηκαν καλά: όλοι χάνουν το ίδιο, αλλά κάποιοι χάνουν περισσότερο.