Η κατάρρευση δύο τραπεζών στις ΗΠΑ και την Ευρώπη μέσα σε λίγες ημέρες προκάλεσε αναταράξεις στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ έδειξε και τη βαθιά κρίση αξιοπιστίας που αντιμετωπίζει το σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης που στηρίζεται στις κεντρικές τράπεζες.

Στην Ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χρεώνεται σημαντικά λάθη στο ζήτημα του πληθωρισμού. Υποτίμησε το φαινόμενο όταν εμφανίστηκε, το χαρακτήρισε «παροδικό», καθυστέρησε να παρέμβει και ο έλεγχος του προβλήματος αποδεικνύεται δυσκολότερος και με πολλές παρενέργειες.

Η ΕΚΤ δεν κατάφερε να εμπνεύσει εμπιστοσύνη και «καθοδήγηση» στην αγορά, που θεωρητικά είναι βασικό στοιχείο της αποστολής της. Εάν, όμως, η ΕΚΤ δεν μπορεί να «πείσει» ότι θα θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό, να κατασιγάσει δηλαδή τις πληθωριστικές προσδοκίες, η αγορά θεωρεί πιθανό ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν και σπεύδει να προσαρμοστεί αναλόγως. Οσες εταιρείες μπορούν, ανεβάζουν τις τιμές τους, ανατροφοδοτώντας τον πληθωρισμό.

Αυτός είναι και ο λόγος που η ΕΚΤ ανέβασε την περασμένη εβδομάδα τα επιτόκιά της κατά μισή μονάδα, όπως είχε προαναγγείλει, παρόλο που τα προβλήματα με τη Silicon Valley Bank και την Credit Suisse προκάλεσαν ανασφάλεια και αναταράξεις. Ηθελε να δώσει διπλό μήνυμα: ότι δεν φοβάται για κρυφά προβλήματα στον τραπεζικό κλάδο και επομένως δεν χρειάζεται να υπαναχωρήσει από το «σφίξιμο» της νομισματικής πολιτικής, αλλά και ότι είναι αποφασισμένη να ανεβάσει το κόστος χρήματος για να «πνίξει» τη ζήτηση και να σταματήσει την άνοδο των τιμών.

Καθώς μάλιστα η ΕΚΤ κατηγορήθηκε για ανεπάρκεια στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού όταν εμφανίστηκε το πρόβλημα, τώρα ίσως το «παρακάνει» σε αυστηρότητα, για να καλύψει την αρχική της αβελτηρία. Αυτό είναι και ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν στο εσωτερικό της ΕΚΤ τα λεγόμενα «γεράκια», οι Γερμανοί και άλλοι Βόρειοι που υποστηρίζουν τις αυξήσεις επιτοκίων. Αντίθετα με τους Νότιους, τα «περιστέρια», που τάσσονται υπέρ πιο ήπιων κινήσεων.

Με άλλα λόγια, η ΕΚΤ προχώρησε στην έκτη αύξηση επιτοκίων, εν μέσω μιας τραπεζικής κρίσης «εν τω γεννάσθαι», η οποία ίσως δημιουργήσει προβλήματα ρευστότητας στο σύστημα, με σκοπό να μην τρωθεί περαιτέρω η ήδη μειωμένη αξιοπιστία της.

Ομως δύο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό. Κάποιοι μάλιστα πιστεύουν ότι η ΕΚΤ επαναλαμβάνει το λάθος που έκανε το 2011 ο τότε πρόεδρος Ζαν-Κλοντ Τρισέ, όταν ανέβασε τα επιτόκια εν μέσω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, με αποτέλεσμα να βυθίσει την Ευρωζώνη σε δεύτερη ύφεση, ακριβώς τη στιγμή που είχε αρχίσει να ανακάμπτει μετά το κραχ του 2008.

Οσο ανεβαίνουν τα επιτόκια και το κόστος χρήματος τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος να δημιουργηθούν ρωγμές στο σύστημα από παίκτες που είχαν κάνει μεγάλα ανοίγματα και πήραν μεγάλα ρίσκα την εποχή του φθηνού χρήματος. Ακόμη, είναι πιο εύκολο να σκάσουν οι φούσκες, όπως έγινε με τον κλάδο της υψηλής τεχνολογίας, που ήταν η αφορμή για την κατάρρευση της Silicon Valley Bank.

Επιπλέον, όταν υπάρχει αβεβαιότητα για μια τράπεζα, αυτή έχει την τάση να διαχέεται και όλοι μειώνουν τα ρίσκα τους, φοβούμενοι ότι παρόμοια προβλήματα μπορεί να κρύβονται και αλλού.

Η αβεβαιότητα από μόνη της είναι υφεσιακός παράγοντας, αφού όλοι «μαζεύονται». Οι τράπεζες δίνουν λιγότερα δάνεια, οι εταιρείες κάνουν λιγότερα ανοίγματα, οι επενδυτές παίρνουν λιγότερα ρίσκα και οι καταναλωτές συγκρατούνται.
Είναι προφανές ότι στον πάτο της «τροφικής αλυσίδας» των αγορών βρίσκονται οι εργαζόμενοι και οι απλοί καταναλωτές.

Η ΕΚΤ διαπράττει το ένα λάθος μετά το άλλο χωρίς να υπόκειται σε κάποιου είδους πολιτικό ή κοινωνικό έλεγχο, τα στελέχη της ανακυκλώνονται σε υψηλές θέσεις ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων, η ύφεση και η ανεργία επιβάλλονται ως «φάρμακο» για τον πληθωρισμό, οι τράπεζες διασώζονται χωρίς δεύτερη σκέψη όταν καταρρέουν, αλλά «απαγορεύεται» η συζήτηση για αυξήσεις μισθών προκειμένου να καλυφθούν οι απώλειες από την αύξηση των τιμών.

Χρήμα «τυπώνεται» άφθονο από την ΕΚΤ όταν χρειάζεται για να κινηθούν οι τράπεζες και τα χρηματιστήρια, αλλά όχι για να στηριχθούν οι επενδύσεις και η απασχόληση.

Δεν είναι ακόμα ορατό πώς θα εξελιχθεί η νέα κρίση. Εκείνο που φαίνεται βέβαιο όμως είναι ότι η επόμενη κρίση κυοφορείται ήδη και δεν υπάρχουν τα θεσμικά εργαλεία για να την αποτρέψουν.