Είναι σαφώς μια θετική έκπληξη η μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ κατά 16,2% στο δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.

Δείχνει πως η οικονομία είναι ακόμα ζωντανή και μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να δούμε κι άλλες θετικές εξελίξεις μέχρι να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος και να αναπληρωθεί το πισωγύρισμα από την πανδημία.

Είναι όμως νωρίς να θριαμβολογεί κανείς, καθώς η ύφεση του 8,2% που ήταν και η μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη που σημειώθηκε το 2020 θα χρειαστεί και μεγάλο μέρος του 2022 για να καλυφθεί. Δηλαδή, να φθάσουμε εκεί που ήμασταν το 2019 και σαφώς πολύ μακρύτερα από τους στόχους που είχε η κυβέρνηση για την ανάπτυξη στην τετραετία.

Να σημειωθεί πως αυτή η καλή επίδοση του β’ τριμήνου δεν είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, αλλά στη θέση 7. Δηλαδή, πρωτιά στην ύφεση και έβδομη στην ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη που προήλθε εν πολλοίς από τη γενναία στήριξη των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων την περίοδο της πανδημίας που έφθασε στα 40 δισ. ευρώ δίνοντας άλλη μια πρωτιά στην Ευρώπη για τη χώρα μας, πάνω ακόμα και από τις ισχυρές οικονομίες.

Την ίδια ώρα, αυτή η γενναία στήριξη της οικονομίας εδραίωσε την υψηλή μας θέση με το μεγαλύτερο εξωτερικό χρέος στον παγκόσμιο χάρτη με ποσοστό 205% του ΑΕΠ.

Και μπορεί επί του παρόντος να μη μας επισημαίνει κανείς τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτή η αύξηση του εξωτερικού χρέους καθώς η γενική ευρωπαϊκή οδηγία προς τις κυβερνήσεις ήταν να ξοδευτούν όσα χρειάζονται για να σταθούν οι κοινωνίες όρθιες, όμως ο τελικός λογαριασμός είναι πρόβλημα ενός εκάστου κράτους. Κι αυτόν τον λογαριασμό εμείς ως χώρα θα κληθούμε να πληρώσουμε όταν θα εκλείψει η πανδημία.

Επιπρόσθετα, παρατηρούμε στην ίδια έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ πως το εμπορικό ισοζύγιό μας είναι ελλειμματικό πάνω από 17% που απλοϊκά σημαίνει πως παρουσιάζουμε έλλειμμα ανταγωνιστικότητας των εξαγόμενων ελληνικών προϊόντων και απέχουν πολύ από το να ισοσκελίσουν με τις εισαγωγές.

Σαφώς τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα αλλά αυτός δεν είναι λόγος εφησυχασμού και για να λέμε «ευτυχώς δεν πάθαμε τίποτα».

Η θετική εξέλιξη όμως είναι μια καλή αφορμή και μια καλή βάση για να κάνουμε όλα εκείνα που απαιτούνται για να βελτιωθούν θεαματικά οι δείκτες στο επόμενο διάστημα με μεταρρυθμίσεις, επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας, για να αποκτήσει νόημα η ανάπτυξη και διαχυθεί στην κοινωνία ως μέρισμα.

Να νιώσει, δηλαδή, όλη η κοινωνία από τον πρώτο ως τον τελευταίο ότι η ανάπτυξη δεν είναι μια ευημερία των αριθμών κενή περιεχομένου. Να νιώσουν όλοι στο πορτοφόλι τους τη διαφορά είτε με λιγότερους φόρους και εισφορές είτε με καλύτερες αμοιβές.

Αν όμως το επερχόμενο κύμα ακρίβειας (και δεν έχει καμιά σημασία για τον πολίτη αν είναι παγκόσμιο φαινόμενο ή προϊόν κερδοσκοπίας) συρρικνώσει έτι περαιτέρω την αγοραστική δύναμη, η αύξηση του ΑΕΠ δεν σημαίνει τίποτα απολύτως για τον πολίτη. Κι εδώ καλείται η κυβέρνηση να αποδείξει ότι διαθέτει ενσυναίσθηση και να πάρει όλα εκείνα τα απαραίτητα μέτρα για να αμβλύνει τις συνέπειες αυτής της ακρίβειας, από το ψωμί και τον καφέ μέχρι το ηλεκτρικό ρεύμα.

Ελπίζουμε, από βήματος της ΔΕΘ, να ακούσουμε για κάποιες ουσιαστικές και οριζόντιες παρεμβάσεις γιατί, πλέον, ευάλωτοι είμαστε όλοι. Κι αν δεν είμαστε με βάση τα στάνταρ εισοδηματικά κριτήρια που ορίζουν ως ευάλωτο ένα νοικοκυριό, αν δεν απλωθεί ένα δίχτυ προστασίας, τότε θα γίνει ευάλωτο το 90% της κοινωνίας.