Οι θετικές προοπτικές για την οικονομία της χώρας καταγράφονται συνεχώς από τους διεθνείς αναλυτές οι οποίοι δεν διστάζουν να υποστηρίξουν πως η Ελλάδα έχει αφήσει οριστικά πίσω της τα πέτρινα χρόνια των μνημονίων (μόλις πριν από λίγες μέρες οι Financial Times) εστιάζοντας στο αναπτυξιακό άλμα που έχει πραγματοποιήσει και το οποίο θεωρούν πως θα συνεχιστεί και στα επόμενα χρόνια. Θεωρούν μάλιστα πως μέσα στην τρέχουσα χρονιά θα επισφραγιστεί αυτή η επιτυχία, με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας που θα μας ξαναβάλει στο κλαμπ των χωρών που προσελκύουν χωρίς δισταγμό τους ξένους επενδυτές.

Η μόνιμη όμως επωδός των αναλυτών, είναι η αργή και γραφειοκρατική απόδοση της Δικαιοσύνης, ένα μελανό σημείο στη γενικότερη προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους. Κι αυτό είναι μια πικρή αλήθεια και για να είμαστε ειλικρινείς, ούτε κι αυτή η κυβέρνηση μπορεί να επαίρεται για την απόδοση της και τη βελτίωση της κατάστασης. Οι ξένοι αναλυτές μάλιστα κάθε φορά που αναφέρονται στο θέμα αυτό, υπενθυμίζουν το θέμα του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ το 2010, που ταλαιπωρείται στα γρανάζια της Ελληνικής δικαιοσύνης ακόμα και σήμερα, παρότι έχουν περάσει 13 χρόνια από τότε.

Βέβαια, οι ξένοι αναλυτές, γνωρίζουν μόνο την περίπτωση Γεωργίου, ενώ οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πολύ καλύτερα πως σαν την υπόθεση Γεωργίου υπάρχουν χιλιάδες άλλες τέτοιες περιπτώσεις βραδυπορίας που υπερβαίνουν τη δεκαετία μέχρι να τελεσιδικήσουν.

Δεν ξέρω πραγματικά τι φταίει και τι μέτρα πρέπει να ληφθούν για να αποσυμφορηθούν τα δικαστήρια, αν δηλαδή χρειάζεται να προσληφθούν κι άλλοι δικαστές και διοικητικοί υπάλληλοι, αν η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή μπορεί να βοηθήσει καταλυτικά ή αν χρειάζονται και κάποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες για να αρθούν δικονομικά προβλήματα.

Αυτό που ξέρω είναι πως η επόμενη κυβέρνηση όποια κι αν είναι αυτή, πρέπει να βάλει ως πρώτη προτεραιότητα τον τάχιστο εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης η οποία δεν είναι μόνο πυλώνας της Δημοκρατίας αλλά, όπως προαναφέρθηκε, είναι και βασική προϋπόθεση για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.

Γιατί είναι αδιανόητο να έχει γίνει τόση προσπάθεια για να αλλάξει η εικόνα της χώρας στο εξωτερικό, να έχουν ψηφισθεί και να εφαρμόζονται τόσοι νόμοι που διευκολύνουν τους υποψήφιους επενδυτές που αποφασίζουν να εμπιστευτούν τη χώρα μας για να φέρουν τα κεφάλαιά τους, αλλά στη συνέχεια να πέφτουν θύματα της γραφειοκρατίας της Δικαιοσύνης. Οιαδήποτε δε ένσταση ενός φυσικού προσώπου ή μιας ομάδας ανθρώπων, να θέτουν υπό ομηρεία την επένδυση για πολλά χρόνια μέχρι να αποφανθεί οριστικά και αμετάκλητα ο δικαστής για τις ενστάσεις που προβάλλουν κάποιοι αφειδώς, εν είδει βιομηχανικής παραγωγής.

Οι οιωνοί για νέες επενδύσεις τόσο από το εξωτερικό όσο και από εγχώριους επενδυτές είναι άριστοι και για το 2023 κι αυτό φαίνεται από τις αιτήσεις ενδιαφέροντος που καταφθάνουν στο αρμόδιο υπουργείο. Στη χρονιά που διανύουμε όπως δείχνουν όλοι οι πρόδρομοι δείκτες, οι επενδύσεις θα είναι και πάλι ο πρωταγωνιστής στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας. Σ’ αυτές θα στηριχθούμε για την αύξηση των θέσεων εργασίας και την κανονικοποίηση της οικονομικής ζωής και δραστηριότητας της χώρας. Σ’ αυτές θα στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό η αύξηση του εθνικού πλούτου από τον οποίο εξαρτάται η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλης της κοινωνίας.

Επιπρόσθετα η εμπιστοσύνη που έχει ανακτήσει η χώρα στα μάτια των ξένων στα τελευταία χρόνια δεν πρέπει να παίζεται στα ζάρια των δικαστών. Η πολιτεία οφείλει να τους λύσει τα χέρια και να άρει όλα εκείνα τα εμπόδια που αναγκάζουν τους δικαστές να φαίνονται στα μάτια όλων μας, ως αδιάφοροι τυπολάτρες και γραφειοκράτες που ζουν σε μια άλλη εποχή και έξω από την ίδια την κοινωνία και τις ανάγκες της. Ας μπουν οι προτάσεις όλων των εμπλεκομένων πάνω στο τραπέζι, ας συζητηθούν με τρόπο εποικοδομητικό, ας δουν τι κάνουν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τότε η λύση θα βρεθεί γιατί αυτό που ψάχνουμε δεν είναι κάποια επαναστατική ανακάλυψη!