Αν κάποιος μας έλεγε το 2010, τότε που ακούσαμε την ευχή «καλό κουράγιο» από τις Βρυξέλλες και μετρούσαμε μνημόνια αντί για προοπτική, ότι μια δεκαπενταετία μετά θα συζητούσαμε σοβαρά για Έλληνα πρόεδρο του Eurogroup, θα τον περνούσαμε για αιθεροβάμονα ή, απλώς, χρήστη ουσιών. Από το «Wow» του Γιάνη Βαρουφάκη το 2015 και τον διεθνή διασυρμό, φτάσαμε σήμερα στο σημείο όπου το όνομα του Κυριάκου Πιερρακάκη φιγουράρει στις λίστες των βασικών διεκδικητών για την ηγεσία του πιο ισχυρού άτυπου οργάνου οικονομικής πολιτικής της ευρωζώνης. Αυτό από μόνο του είναι ένα μεγάλο πολιτικό γεγονός.

Δεν είναι μόνο ότι διεθνή μέσα καταγράφουν τον Πιερρακάκη μαζί με τον Βίνσεντ βαν Πέτεγκεμ και τον Κάρλος Κουέρπο ως τους βασικούς παίκτες της κούρσας. Είναι ότι, για πρώτη φορά μετά την κρίση, η Ελλάδα δεν εμφανίζεται ως πρόβλημα προς διαχείριση, αλλά ως χώρα που παράγει στελέχη ικανά να προεδρεύσουν του τραπεζιού όπου κάθονται οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης. Το ότι ένας Έλληνας υπουργός μπαίνει σε αυτή τη λίστα δεν αποτελεί κολακεία, είναι αναγνώριση διαδρομής.
Ο Κυριάκος Πιερρακάκης δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Πριν βρεθεί στο τιμόνι του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, είχε ήδη υπογράψει την πιο ουσιαστική ψηφιακή μεταμόρφωση του ελληνικού Δημοσίου εδώ και δεκαετίες. Το gov.gr, οι πάνω από 1.500–1.800 υπηρεσίες που συγκεντρώθηκαν σε ένα ενιαίο ψηφιακό portal, η ψηφιακή ταυτότητα, οι εφαρμογές υγείας, η καμπάνια εμβολιασμού, δεν είναι απλώς «τεχνολογικά gadgets». Είναι μετρήσιμη παραγωγικότητα, λιγότερο γραφειοκρατικό κόστος, περισσότερος σεβασμός στον χρόνο του πολίτη και του επιχειρηματία. Ένας άνθρωπος που κατάφερε να ανασχεδιάσει στην πράξη τη σχέση κράτους–πολίτη, δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί «επικοινωνιακό κατασκεύασμα», όσο κι αν το επιχειρεί ένα κομμάτι της αντιπολίτευσης.
Ως υπουργός Οικονομικών, ο Πιερρακάκης ανέλαβε μια χώρα που -παρά την ακρίβεια και τις πιέσεις στην καθημερινότητα- βρίσκεται πλέον σε εντελώς διαφορετική τροχιά από αυτήν της μνημονιακής περιόδου. Η Ελλάδα έχει επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα από όλους τους μεγάλους οίκους, τα ελληνικά δεκαετή ομόλογα δανείζονται φθηνότερα ή οριακά ακριβότερα από χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία, η ανάπτυξη κινείται σταθερά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υποχωρεί. Δεν σημαίνουν αυτά ότι «όλα είναι καλά» – σημαίνουν όμως ότι η χώρα έχει ξανακερδίσει αξιοπιστία και πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση. Κάτι που λίγα χρόνια νωρίτερα θα φάνταζε ουτοπικό.
Εδώ βρίσκεται και η μεγάλη σύγκρουση με την εσωτερική αφήγηση ενός κομματιού της κοινωνίας: «Αν η οικονομία πάει τόσο καλά, γιατί πληρώνω τόσο ακριβά το σούπερ μάρκετ;». Είναι θεμιτό και δίκαιο ερώτημα. Η ακρίβεια ροκανίζει μισθούς και συντάξεις, και κανένα spread στα ομόλογα δεν μπαίνει στο καλάθι της νοικοκυράς. Όμως το αν η Ελλάδα είναι αξιόπιστη, χρηματοδοτήσιμη και ικανή να διαπραγματεύεται από θέση σοβαρότητας στην Ευρώπη, είναι η προϋπόθεση για να μπορεί οποιαδήποτε κυβέρνηση να χρηματοδοτεί πολιτικές ανακούφισης, αυξήσεις, φοροελαφρύνσεις. Χωρίς μακροοικονομική σταθερότητα, η συζήτηση για το κόστος ζωής καταλήγει πολύ γρήγορα σε νέες κρίσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πιθανή εκλογή ενός Έλληνα στην προεδρία του Eurogroup δεν είναι συμβολισμός για να πανηγυρίσει το Μέγαρο Μαξίμου. Είναι στρατηγικό εργαλείο για τη χώρα. Ο πρόεδρος του Eurogroup δεν αποφασίζει μόνος του, ούτε μοιράζει «δώρα» σε φίλους, σε «ημετέρους». Διαμορφώνει όμως ατζέντα, επιλέγει ποιες συζητήσεις ανοίγουν και πότε, χτίζει συγκλίσεις και συμβιβασμούς. Ένας πρόεδρος από μια χώρα, που μέχρι χθες ήταν ο «ασθενής της Ευρωζώνης», φέρνει στο τραπέζι εμπειρία κρίσης, μεταρρυθμίσεων και κοινωνικού κόστους, που δεν έχουν οι παραδοσιακές «πυρηνικές» οικονομίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Για την Ελλάδα, ένας Πιερρακάκης στην κορυφή του Eurogroup σημαίνει ότι θα έχει βαρύτερη φωνή στις συζητήσεις για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, για τη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης, για τα ευρωπαϊκά επενδυτικά εργαλεία, για την εμβάθυνση της τραπεζικής και κεφαλαιαγοράς. Σημαίνει ότι, όταν ανοίγει η κουβέντα για το πώς θα στηριχθεί η περιφέρεια της Ευρώπης απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα, η ελληνική οπτική δεν θα είναι υποσημείωση, αλλά κομμάτι της κεντρικής αφήγησης. Κι αυτό μεταφράζεται, στον χρόνο, σε παραπάνω επενδύσεις, καλύτερες χρηματοδοτικές συνθήκες, ευνοϊκότερους όρους για χώρες με υψηλό χρέος αλλά σοβαρό μεταρρυθμιστικό προφίλ.
Υπάρχει βέβαια και το πολιτικό μέρισμα: για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, μια τέτοια εκλογή θα σφράγιζε το αφήγημα του ελληνικού «success story» μετά τα μνημόνια. Για τον ίδιο τον Πιερρακάκη, θα ήταν το φυσικό βήμα ενός πολιτικού που στα 42 του χρόνια έχει ήδη αφήσει αποτύπωμα σε τρία βαριά χαρτοφυλάκια (Ψηφιακή Διακυβέρνηση, Παιδεία, Οικονομία). Το σημαντικό όμως είναι (και) αλλού: ότι η χώρα, από παράδειγμα προς αποφυγή, μετατρέπεται σε παίκτη που συνδιαμορφώνει κανόνες.
Κυρίως, όμως, η πιθανή εκλογή ενός Έλληνα στην προεδρία του Eurogroup λειτουργεί ως αντίβαρο στον εσωτερικό κυνισμό. Σε μια δημόσια σφαίρα που έχει μάθει να απαξιώνει τους πάντες, το γεγονός ότι ένας Έλληνας υπουργός καταγράφεται ως «φαβορί» σε μια ευρωπαϊκή κούρσα υψηλού κύρους, δείχνει ότι κάτι έχει αλλάξει – όχι μόνο στην εικόνα της χώρας, αλλά και στην πραγματικότητα της οικονομίας της. Η ακρίβεια είναι εδώ, πιεστική. Ταυτόχρονα όμως, είναι εδώ και μια Ελλάδα που δανείζεται φθηνά, αναβαθμίζεται, προσελκύει επενδύσεις και συζητείται ως δύναμη σταθερότητας.
Γι’ αυτό, το «Κυριάκος Πιερρακάκης for President» δεν είναι απλώς ένα έξυπνο σύνθημα. Είναι η συμπύκνωση μιας διαδρομής από τη χρεοκοπία στην αξιοπιστία – και μιας φιλοδοξίας: η Ελλάδα να μην είναι πια ο φοιτητής που δίνει επανεξέταση, αλλά ο καθηγητής που βάζει τα θέματα.
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.