Με την κατάργηση της θέσης του υφυπουργού Οικονομικών αρμόδιου για το χρηματοπιστωτικό σύστημα η ευθύνη επανέρχεται εκεί που έπρεπε πάντα να είναι, δηλαδή αφενός στον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών και αφετέρου στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Κι αυτό σημαίνει ότι επανέρχεται το ενδεχόμενο ίδρυσης bad bank για την αντιμετώπιση των υπόλοιπων κόκκινων δανείων που βρίσκονται στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, αλλά και των νέων που δημιουργούνται εξαιτίας της πανδημίας και της μακροχρόνιας κρίσης της ελληνικής οικονομίας, η οποία συσσώρευσε πλήθος προβλημάτων σε πολλές επιχειρήσεις και σε ακόμη περισσότερα νοικοκυριά.

Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας επιμένει εδώ και καιρό ότι είναι αναγκαία η ίδρυση bad bank για τα κόκκινα δάνεια, αλλά ο αποχωρών υφυπουργός Οικονομικών, που ήταν αρμόδιος για το τραπεζικό σύστημα Γιώργος Ζαββός, διαφωνούσε και επέμενε ότι το σχέδιο «Ηρακλής» είναι επαρκές. Η αποχώρησή του ανοίγει τον δρόμο για τη λύση Στουρνάρα, εφόσον βεβαίως ο Σταϊκούρας και η κυβέρνηση αποφασίσουν να την υιοθετήσουν.

Δεδομένων πάντως των συνθηκών, η Τράπεζα της Ελλάδος καλείται να αντιμετωπίσει άμεσα τα προβλήματα που έχουν προκληθεί από την πώληση των κόκκινων δανείων στα ξένα funds και τις απαράδεκτες τακτικές πολλών εταιρειών διαχείρισης κόκκινων δανείων. Οι εταιρείες αυτές, οι οποίες έχουν επανδρωθεί με πρώην στελέχη του τραπεζικού συστήματος, τα περισσότερα εκ των οποίων χορήγησαν -κακώς- τα σημερινά κόκκινα δάνεια, δεν τηρούν τους κανόνες που έχει θέσει με κώδικα δεοντολογίας η κεντρική τράπεζα, αλλά αντίθετα χρησιμοποιούν εξαιρετικά επιθετικές πρακτικές έναντι των δανειοληπτών και των εγγυητών.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι δικηγόροι απέχουν από τους πλειστηριασμούς ακινήτων ευάλωτων νοικοκυριών υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν έχει συσταθεί διά νόμου δεοντολογικό πλαίσιο λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων. Με λίγα λόγια, οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ενεργούν αυθαιρέτως και ανεξέλεγκτα εις βάρος δανειοληπτών και εγγυητών ιδίως όταν υπάρχουν εγγυήσεις με ακίνητα.

Η λογική της πώλησης δανείων από τις τράπεζες στα funds έχει χρησιμότητα για την οικονομία μόνο αν τα funds προχωρήσουν σε γενναίες ρυθμίσεις υπέρ των δανειοληπτών ώστε να μπορέσουν οι πολύ βεβαρημένες με δάνεια επιχειρήσεις μετά από γενναία κουρέματα του χρέους τους να γίνουν ξανά βιώσιμες και να καταφέρουν να εξυπηρετήσουν το υπόλοιπο χρέος τους. Δεν συμβαίνει όμως αυτό.

Τα funds που αγόρασαν τα κόκκινα δάνεια κάτω από το 20% της αξίας τους από τις τράπεζες -και μάλιστα έχουν την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου- (ο Θεός ξέρει γιατί) διεκδικούν από τους δανειολήπτες το 80% του δανείου ή και το 100% εφόσον υπάρχουν εγγυήσεις με ακίνητα. Αυτό σημαίνει ότι επιδιώκουν κέρδος 800% σε πολλές περιπτώσεις. Κινούνται δε και κατά των αφελών εγγυητών εφόσον αυτοί διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία. Οι καταγγελίες είναι πολλές και φτάσαμε στο σημείο οι δικηγορικοί σύλλογοι όλης της χώρας να αρνούνται να συμμετάσχουν στις διώξεις των δανειοληπτών κατ’ εντολήν συγκεκριμένης εταιρείας διαχείρισης δανείων.

Η Τράπεζα της Ελλάδος πρέπει να ελέγξει την κατάσταση και να πάρει μέτρα για να προστατεύσει την οικονομία από τις αήθεις πρακτικές. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι ναι μεν τα κόκκινα δάνεια που πουλήθηκαν σε funds διαγράφηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά παραμένουν ως τεράστιο βαρίδι επιβαρύνοντας τις επιχειρήσεις και το σύνολο της οικονομίας.

Τελικά, μια πρακτική που υιοθετήθηκε για την εξυγίανση των τραπεζών εξελίχθηκε σε μηχανισμό σκανδαλώδους πλουτισμού ξένων funds και των εγχώριων πρώην τραπεζικών στελεχών που, ενώ ευθύνονται διότι χορήγησαν πολλά από τα κόκκινα δάνεια, εισπράττουν σήμερα τεράστιες αμοιβές και μπόνους κυνηγώντας τους δανειολήπτες. Φυσικά κανείς δεν έχει εξετάσει πόσα από αυτά τα κόκκινα δάνεια οφείλονται στις κακές πρακτικές των τραπεζών (bad banking) και πόσα είναι πράγματι αποτέλεσμα δόλιας συμπεριφοράς των επιχειρηματιών οι οποίοι συλλήβδην ονομάζονται κακοπληρωτές.

Η Τράπεζα της Ελλάδος βέβαια έχει συλλέξει στοιχεία για τις εταιρείες διαχείρισης οι οποίες λειτουργούν με άδειες που τους έδωσε η κεντρική τράπεζα και ξεκινά, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, ελέγχους για να επιβάλει τους κανόνες δεοντολογίας.

Η ουσία όμως του πράγματος είναι ότι αντί η πώληση των κόκκινων δανείων στα funds να δώσει μια ανάσα στην οικονομία, τελικά την πνίγει λόγω της απληστίας των διαχειριστών τους και της έλλειψης επαρκούς νομικού πλαισίου προστασίας των δανειοληπτών – και κυρίως των εγγυητών. Το πρόβλημα, καθώς οι εταιρείες διαχείρισης έχουν υπερβολικές απαιτήσεις κερδοφορίας στις περιπτώσεις που υπάρχουν ακίνητα ως εγγύηση, καταλήγει να επιβαρύνει τη Δικαιοσύνη, η οποία θα πρέπει να αξιολογήσει πρωτίστως τις τραπεζικές πρακτικές που ακολουθήθηκαν στις χορηγήσεις δανείων και να διακριβώσει τις περιπτώσεις bad banking, δηλαδή τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι τραπεζικές πρακτικές ευθύνονται για τα κόκκινα δάνεια και όχι οι δανειολήπτες.

Και όταν το κάνει αυτό η Δικαιοσύνη θα διαπιστώσει ότι αυτές είναι μάλλον η πλειοψηφία των κόκκινων δανείων, αφού συνήθως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν χορηγούσε τα δάνεια αξιολογώντας τις πιθανότητες επιτυχίας των επιχειρηματικών σχεδίων, αλλά στηριζόταν στην ακίνητη περιουσία αφελών εγγυητών, γονέων, παππούδων και συζύγων και χορηγούσε υπερβολικά δάνεια χωρίς κριτήρια βιωσιμότητας των επιχειρήσεων.