To ΔΝΤ, μέσω άρθρου που υπογράφουν τρία κορυφαία στελέχη του, συστήνει τη μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ γιατί σε περιβάλλον υψηλού χρέους και ανοδικών επιτοκίων η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αντιμετωπίσει κρίσεις χρέους που «θα μπορούσαν να θέσουν την ίδια την ΕΕ σε κίνδυνο».
Τα στελέχη του ΔΝΤ επισημαίνουν τις συνθήκες οικονομικής αβεβαιότητας και δημοσιονομικών προκλήσεων που επικρατούν, για να υποστηρίξουν ότι “η μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού πλαισίου της ΕΕ δεν μπορεί να περιμένει».

Η Ευρωπαϊκή Ένωση -υπό το βάρος των έκτακτων συνθηκών που δημιούργησαν η πανδημία και στη συνέχεια ο πόλεμος στην Ουκρανία- έχει αναστείλει από το 2020 τους κανόνες μέχρι και το τέλος του επόμενου έτους. Αυτό – κατά τα στελέχη του ΔΝΤ – αποτελεί ευκαιρία που «δεν πρέπει να χαθεί» για να υιοθετηθούν χωρίς καθυστέρηση μεταρρυθμίσεις.

Στο άρθρο περιλαμβάνονται προτάσεις για δημιουργία ανεξάρτητου Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου που θα αξιολογήσει τα δημοσιονομικά σχέδια των κρατών μελών κ.ά.

Προφανώς ένα τέτοιο άρθρο, από τρία πρώτης γραμμής στελέχη του ΔΝΤ, δεν έχει γραφεί τυχαία και αποσκοπεί στην άσκηση πίεσης μέσω της δημοσιοποίησης των ανησυχιών του Ταμείου για τις κρίσεις χρέους που απειλούν την Ευρωζώνη. Και αυτή τη φορά τα καμπανάκια του ΔΝΤ δεν ηχούν για την Ελλάδα, αλλά κυρίως για το δημόσιο χρέος της Ιταλίας, καθώς οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων της γειτονικής χώρας κινούνται πλέον λίγες μονάδες βάσης κάτω από το επίπεδο του 4%. Το Δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι υψηλό σε σχέση με το ΑΕΠ αλλά σε απόλυτα νούμερα δεν είναι τόσο τρομακτικό, όσο της Ιταλίας που έχει σωρεύσει χρέος 2,7 τρισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 150% του ΑΕΠ της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης.

Μεγέθη που προκαλούν ρίγη και κάνουν τα στελέχη του ΔΝΤ να επισημαίνουν ότι οι κρίσεις χρέους θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ΕΕ. Πρόκειται για τον δεύτερο υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ στην Ευρωζώνη (μετά την Ελλάδα) ενώ η Ιταλία πρέπει φέτος να αναχρηματοδοτήσει χρέος 1 τρισ. Επιπλέον, στις 25 Σεπτεμβρίου έχουν εκλογές και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πολιτικού αδιεξόδου ή μιας αντιευρωπαϊκής κυβέρνησης.

Με την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά ομολόγων είναι πιθανόν η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς να φθάσει το 5%. Ωστόσο, δεν θα έχει κάποια επίπτωση στην εξυπηρέτηση του χρέους μας, καθώς -πρακτικά- το 90% του χρέους είναι σταθεροποιημένο με επιτόκιο 1,5%.

Αυτό βέβαια δεν μας γλιτώνει από το γεγονός πως θα είμαστε εκτός αγορών, όσο και από τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις που θα υποστούν οι ελληνικές επιχειρήσεις για να εξυπηρετήσουν τις δανειακές τους οφειλές. Μεσοπρόθεσμα, όμως, είμαστε καλυμμένοι όσον αφορά το δημόσιο χρέος και στο μεταξύ μπορούμε να αρχίσουμε να ανησυχούμε για το ποιος θα πληρώσει το ενεργειακό κόστος.