Από τα τέσσερα θέματα «μεγάλης πολιτικής» που έχει να αντιμετωπίσει, εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ίσως ένα να κατέστη αυτές τις μέρες λίγο πιο ελαφρύ. Πρόκειται για την περίπλοκη σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Μπρέξιτ και σε συνάρτηση με την ειρήνη στην Ιρλανδία, σχέση που αποτελεί το ένα από τα δυο εξωτερικά «αγκάθια» -το άλλο είναι βέβαια η στάση έναντι του πολέμου στην Ουκρανία και γενικά έναντι της νέας διεθνούς τάξης πραγμάτων, ενώ τα δυο «εσωτερικά» ζητήματα αφορούν στην τήρηση του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου από Πολωνία και Ουγγαρία και στη διαμάχη Γερμανίας-Γαλλίας γύρω από τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας εντός της «πράσινης συμφωνίας».

Με την καταρχήν συμφωνία της 3ης Μαρτίου για μεταρρύθμιση του «Ιρλανδικού Πρωτοκόλλου», που μένει να επικυρωθεί τόσο από το βρετανικό κοινοβούλιο όσο και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ένωση και Βρετανία μπορούν να ελπίζουν -όχι υπερβολικά- σε λιγότερες αναταράξεις. Η ίδια η συμφωνία, πάντως, αποτελεί καλό παράδειγμα «λύσεων» τύπου «ώδινεν όρος και έτεκεν μυν» -όπου ποντίκια, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποδείχθηκαν αμφότεροι οι πρώην «σύζυγοι», εκπροσωπούμενοι από την Πρόεδρο φον ντερ Λάιεν και τον Πρωθυπουργό Σούνακ. Κι ευτυχώς που οι ανάγκες της πραγματικότητας τους έκαναν ποντίκια και όχι λιοντάρια.

Το «Πρωτόκολλο», που είχε διαπραγματευτεί και υπογράψει για λογαριασμό του «συζύγου» που ζήτησε το διαζύγιο ο τότε «δικηγόρος» του Μπόρις Τζόνσον, είχε ως αποκλειστικό, αλλά αναγκαστικό, στόχο τον τετραγωνισμό του ιρλανδικού κύκλου: πώς ο ντε φάκτο «πολιτικός χωρισμός» του νησιού –με ένα τμήμα της Ιρλανδίας, τη Βόρεια Ιρλανδία που ανήκει στο Ηνωμένο Βασίλειο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και ένα άλλο, το κράτος του Εϊρε, να συνεχίζει να αποτελεί μέρος της Ένωσης- δεν θα οδηγούσε στην έγερση «εσωτερικού τείχους», θέτοντας σε αμφισβήτηση όχι μόνο την ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών, αλλά και τη συμφωνία ειρήνευσης, τη λεγόμενη της «Μεγάλης Παρασκευής».

Ο Τζόνσον είχε υπογράψει το Πρωτόκολλο γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ένας κύκλος δεν τετραγωνίζεται παραμένοντας στρογγυλός, αλλά αυτό ελάχιστα τον ένοιαζε, όπως και κάθε τι που είχε σχέση με την ουσία των πραγμάτων. Τα προβλήματα φάνηκαν αμέσως –δημιουργήθηκε μια ντε φάκτο «ζώνη ελέγχου» των αγαθών στη «θάλασσα», δηλαδή μεταξύ Βρετανίας και Ιρλανδίας, η οποία ήταν και τεχνικά και οικονομικά και πολιτικά προβληματική έως αβίωτη- αλλά τα «λούστηκαν» κυρίως οι επίγονοί του, εκ των οποίων η πρώτη, η αλήστου όσο και βραχείας μνήμης Λιζ Τρας, επέλεξε, όσο μπορούσε και πρόλαβε, τη «σκληρή γραμμή»: «Βρυξέλλες, ή αλλάζεις το Πρωτόκολλο όπως θέλω εγώ, ή αυτοκτονώ φορτώνοντας σου όλο το κρίμα». Ο διάδοχος της και σημερινός Πρωθυπουργός, πιο ρεαλιστής, και κυρίως πιο στριμωγμένος, είπε να δεχτεί μια προσπάθεια συμβιβασμού: στο όνομα του ξεμπλοκαρίσματος –της οικονομίας κυρίως- να κάνουν και οι δυο πλευρές ένα μικρό βήμα πίσω, διασώζοντας τις προφάσεις.

Έτσι κατέστη δυνατή η συμφωνία που βάζει (προσωρινά;) στον πάγο τους φόβους για διχασμό στην Ιρλανδία και για «εμπορικό πόλεμο» (αν και η λέξη «πόλεμος» θα πρέπει πια να χρησιμοποιείται με πολύ μεγαλύτερη περίσκεψη) μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Βρετανίας. Τέσσερα είναι τα βασικά σημεία της συμφωνίας, τρία φανερά, άρα που απαιτούν αλλαγές, και ένα υπόρρητο, που διατηρεί το στάτους κβο χωρίς να το πολύ-διατυμπανίζει.

Εγκαθίδρυση ενός ειδικού, ελαφρύτερου από πλευράς διατυπώσεων και γραφειοκρατίας, τρόπου ελέγχου, ονομαζόμενου «πράσινου φαναριού», των αγαθών που εισάγονται από τη Βρετανία στην Ιρλανδία, χωρίς εγκαθίδρυση ελέγχων στο εσωτερικό της Ιρλανδίας. Ειδικές ρυθμίσεις για την κυκλοφορία φαρμάκων, κρέατος και άλλων τροφών και για τη δυνατότητα επιβολής ΦΠΑ από τη Βρετανία στα αγαθά που «εξάγονται» στην Ιρλανδία. Πρόβλεψη, πιθανότατα μόνον στα χαρτιά, ενός «ιρλανδικού φρένου», επονομαζόμενου, από το όνομα της έδρας της Βουλής της Βόρειας Ιρλανδίας, «φρένο του Στόρμοντ», που δίνει δυνατότητα στο τοπικό Κοινοβούλιο να ζητήσει εξαιρέσεις από τους σχετικούς με την κυκλοφορία αγαθών κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (οι οποίοι συνεχίζουν, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, να ισχύουν, προκειμένου να διατηρηθεί η εσωτερική «ενότητα» της Ιρλανδίας). Και σιωπηρή επιβεβαίωση, παρά τα όσα θα ήθελαν οι οπαδοί του «σκληρού Μπρέξιτ» και οι λογής φανατικοί του αντι-ευρωπαϊσμού, του ρόλου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην επίλυση ζητημάτων που ενδεχομένως προκύψουν από το Πρωτόκολλο (και που είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν, όπως και ήδη συνέβη, αλλά σχεδόν εξίσου σίγουρο ότι δεν θα λυθούν με δικαστικό τρόπο).

Πολλή πίεση από τα γεγονότα αφενός και λίγη καλή πίστη από την άλλη, κατέστησαν δυνατή μια «λύση» που μοιάζει περισσότερο με ανακωχή. Μένουν οι νομικές επικυρώσεις και κυρίως η ανάκτηση στοιχειώδους εμπιστοσύνης. Τόσο η Ένωση όσο και η Βρετανία έχουν πολλά και μεγάλα πραγματικά προβλήματα, ώστε να καταναλώνουν ενέργεια που δεν τους περισσεύει σε πείσματα και ιδεολογήματα.