Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας είπε στην κυβέρνηση να πιάσει τη φοροδιαφυγή και να μη μειώσει τους φόρους. Για το πρώτο έχει αναμφίβολα δίκιο, το δεύτερο σηκώνει πολύ μεγάλη κουβέντα.

Ο διοικητής διατύπωσε την εκτίμηση ότι η φοροδιαφυγή φτάνει στα 18 δισ. ευρώ. Η εκτίμησή του στηρίζεται στο γεγονός ότι η κατανάλωση είναι 140 δισ. και τα δηλωθέντα εισοδήματα στην Εφορία είναι 80 δισ. ευρώ. Η διαφορά λοιπόν των 60 δισ. είναι εισοδήματα που δεν δηλώθηκαν και αν είχαν δηλωθεί και φορολογηθεί με ποσοστό 30% το κράτος θα είχε εισπράξει επιπλέον 18 δισ. ευρώ. Ποσό αναγκαίο, όπως είπε ο ίδιος, για τη χρηματοδότηση των υποδομών, της παιδείας, της υγείας, της προστασίας του πολίτη, της εθνικής άμυνας.

Ο κ. Στουρνάρας κατέληξε με την παραίνεση προς τη μελλοντική κυβέρνηση να συλλάβει τη φοροδιαφυγή ώστε να βελτιωθούν άμεσα τα δημόσια οικονομικά και πρότεινε μάλιστα και τον τρόπο με τον οποίο θα το πετύχει, μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών.

Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια περιορισμού της φοροδιαφυγής είναι όχι μόνο θεμιτή, αλλά και αναγκαία. Εκτός του ότι είναι αδίκημα, είναι και άδικη έναντι όλων των φορολογούμενων πολιτών, οι οποίοι καλούνται να καλύψουν, πληρώνοντας οι ίδιοι περισσότερους φόρους, τα χρήματα που λείπουν από το δημόσιο ταμείο, επειδή κάποια φοροδιέφυγαν. Και όπως δήλωσε ο Στουρνάρας, φόρους πληρώνουν μόνο οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι (προφανώς, μιλώντας αφαιρετικά). Πάντως, οι επισημάνσεις του για τη φοροδιαφυγή είναι σωστές, όπως σωστή είναι και η μέθοδος που προτείνει, μέσα από τη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με την Εφορία και την αναγνώριση των ηλεκτρονικών αποδείξεων για εκπτώσεις από το εισόδημα. Παρά την αναγκαιότητά της, η σύλληψη της φοροδιαφυγής είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, διότι και τα δύο μέρη στις συναλλαγές της φοροδιαφυγής έχουν σημαντικό όφελος: και αυτός που εισπράττει χωρίς να φορολογείται, και αυτός που πληρώνει διότι πληρώνει πολύ λιγότερα απ’ όσα θα πλήρωνε αν χρεωνόταν και τον φόρο της συναλλαγής.

Οσον αφορά την επέκταση των υποχρεωτικών ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλα τα ποσά, ακόμη και κάτω από το όριο των 500 ευρώ που υπάρχει σήμερα, είναι αμφίβολο αν θα το τηρούσαν οι συναλλασσόμενοι και φυσικά μάλλον απίθανο να γίνουν αντιληπτοί από την Εφορία αν δεν το τηρήσουν. Διότι και σήμερα που υπάρχει το όριο των 500 ευρώ, πάρα πολλές συναλλαγές γίνονται αφορολόγητες με μετρητά. Αν έχει, π.χ., κάποιος να πληρώσει μερικά χιλιάρικα για την ανακαίνιση ενός διαμερίσματος, σίγουρα θα θέλει να αποφύγει να πληρώσει 25% ΦΠΑ επιπλέον για να είναι νόμιμη η συναλλαγή. Προτιμά να πληρώσει δηλαδή 3.000 μαύρα, παρά 4.000 μαζί με τους φόρους, και είναι λογικό αυτό, διότι, ως γνωστόν, τα χιλιάρικα δεν φυτρώνουν στα δέντρα. Η υπόθεση λοιπόν της πάταξης της φοροδιαφυγής, η σύλληψη της οποίας ήταν πάντα μια πολιτική εξαγγελία, δεν έχει επιτευχθεί ακόμη, διότι είναι αφενός αντίθετη στα συμφέροντα των συναλλασσομένων (όταν υπάρχει έκπτωση του φόρου από το κόστος) και αφετέρου είναι εξαιρετικά δύσκολη.

Η παραίνεση του διοικητή στην κυβέρνηση να μη μειώσει τους φόρους ελέγχεται ως προς την ορθότητά της. Για πολλούς λόγους. Ξεκινώντας από τους μισθωτούς, που πράγματι πληρώνουν φόρους, καλό είναι να μειωθεί η φορολογική τους επιβάρυνση διότι δυστυχώς βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο διαθέσιμου εισοδήματος μέσα στην Ε.Ε. Οι μισθοί, παρά τις αυξήσεις, παραμένουν πολύ χαμηλοί συγκρινόμενοι με τους ευρωπαϊκούς. Τα ίδια ισχύουν και για τις συντάξεις.

Η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, εφόσον θέλουμε να έχουμε ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, προσέλκυση ξένων επενδύσεων και οικονομική ανάπτυξη, είναι ένα πολύ υγιές μέτρο. Οσο λιγότερα παίρνει από τα παραγόμενα κέρδη ο άπληστος συνέταιρος όλων των επιχειρήσεων, μικρών και μεγάλων, δηλαδή το κράτος, τόσο καλύτερα θα πηγαίνουν οι επιχειρήσεις, τόσο πιθανότερο είναι να επενδύσουν κι άλλα χρήματα από τα κέρδη τους για να αυξήσουν την παραγωγή τους, και αυτό αυξάνει τις θέσεις εργασίας, το εισόδημα και το ΑΕΠ και τελικά τα φορολογικά έσοδα, αφού οι χαμηλότεροι συντελεστές επιβάλλονται σε μεγαλύτερο ΑΕΠ.

Παράλληλα, η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων στις επιχειρήσεις περιορίζει σημαντικά τη διάθεση για φοροδιαφυγή, ειδικά αν οι ποινές για τη φοροδιαφυγή αυστηροποιούνται. Αν ο φόρος είναι μικρότερος και τα πρόστιμα μεγαλύτερα, περισσότεροι επιχειρηματίες θα προτιμούν να τον πληρώνουν και η φοροδιαφυγή θα περιορίζεται. Σημειωτέον δε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ήδη προαναγγείλει μειώσεις φόρων μετά τις εκλογές. Και αν τελικά εκλεγεί και τους μειώσει, θα έχουμε μια ειλικρινή ένδειξη ότι η κυβέρνηση πράγματι θέλει να ευνοήσει την επιχειρηματικότητα και δεν το εξήγγειλε μόνο για να εισπράξει εκλογικά οφέλη.

Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι ένας από τους λόγους που δεν συνεργάζεται ο Ελληνας επιχειρηματίας ή ο ελεύθερος επαγγελματίας με τις φορολογικές και άλλες Αρχές είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης, η οποία, αν εξαγγέλλονται μειώσεις φόρων και υλοποιούνται, τελικά αυξάνεται.

Και ενώ οι φορολογικοί συντελεστές με τους οποίους επιβαρύνονται μισθωτοί και επιχειρήσεις πρέπει να μειωθούν, διότι αποκαθίστανται αδικίες και ενισχύεται η οικονομική δραστηριότητα, από την άλλη μεριά η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για αύξηση της φορολογίας των μερισμάτων δεν είναι λανθασμένη. Τα μερίσματα καταλήγουν ως εισόδημα στην τσέπη των μετόχων και ανάλογα με το πόσο πολλά είναι θα έπρεπε να έχουν και αναλογική φορολογική επιβάρυνση. Ορθώς το ΠΑΣΟΚ υποστηρίζει ότι θα έπρεπε ο συντελεστής φορολογίας μερισμάτων να είναι χαμηλός, στο 5%, που είναι σήμερα, για μερίσματα μέχρι 50.000 ευρώ και να αυξάνεται σε 10% και 15% για μερίσματα πάνω από 50.000 και πάνω από 100.000 αντίστοιχα (τα ποσά των ορίων μπορεί να αλλάξουν). Και αυτό δεν είναι μόνο θέμα ισοτιμίας της φορολόγησης των εισοδημάτων ανεξαρτήτως πηγών, αλλά θα μπορούσε να είναι και ένα αναπτυξιακό μέτρο, αν συνοδευόταν από τη δημιουργία αφορολόγητων αποθεματικών για επενδύσεις.

Υπό τις συνθήκες που επικρατούν πάντως στην οικονομία σήμερα, οι εξαγγελίες Μητσοτάκη για μείωση της φορολογίας σε όλους πρέπει να υλοποιηθούν στον βαθμό που κρίνει ότι δεν επηρεάζεται αρνητικά το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και η ανάπτυξη πρέπει να αποτελεί την απόλυτη προτεραιότητα της ελληνικής οικονομίας. Αν αυτές οι εξαγγελίες συνοδευτούν και από μέτρα περιορισμού του μη μισθολογικού κόστους (ασφαλιστικές εισφορές, χαρτόσημα, προμήθειες τραπεζών κ.λπ.), αλλά και από κίνητρα για επενδύσεις, όπως η δημιουργία αφορολόγητων αποθεματικών για επενδύσεις, το όφελος για την οικονομία θα είναι μεγάλο.