Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διαθέτει όντως εντυπωσιακά ανακλαστικά και η αντίδρασή του στην πρόσφατη άνοδο των επιτοκίων του ευρώ υπήρξε άμεση και καθοριστική!

Πριν καν προλάβει να στεγνώσει το μελάνι στο κείμενο της απόφασης της ΕΚΤ περί αυξήσεως των επιτοκίων, οι τράπεζες έσπευσαν να αυξήσουν αναλόγως τα επιτόκια δανεισμού. Ως γνωστόν, το εκάστοτε επιτόκιο δανεισμού διαμορφώνεται από το βασικό επιτόκιο του ευρώ στη διατραπεζική αγορά (Euribor), συν 3-4 ποσοστιαίες μονάδες, που αποτελεί και το περιθώριο κέρδους των τραπεζών. Δηλαδή, όσο το Euribor ήταν περίπου μηδενικό, το κόστος δανεισμού ανήρχετο σε 4% περίπου για πελάτες υψηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης. Τώρα που το Euribor κυμαίνεται γύρω στο 2,5%, το κόστος δανεισμού αμέσως ανήλθε στο 6%-7% περίπου. Και έπεται συνέχεια καθότι η ΕΚΤ κατέστησε σαφές ότι θα συνεχίσει την πολιτική της επιθετικής αυξήσεως των επιτοκίων για να καταπολεμήσει τον καλπάζοντα πληθωρισμό στη ευρωζώνη.

Μέχρι εδώ όλα καλά και λογικά. Πάμε τώρα στην άλλη βασική τραπεζική δραστηριότητα, τις καταθέσεις, οι οποίες για τις τράπεζες είναι ίσως πιο σημαντικές από τα δάνεια, διότι οι καταθέσεις αποτελούν την προϋπόθεση για τη χορήγηση δανείων εκ μέρους των τραπεζών. Πέραν όμως αυτού, οι καταθέσεις αφορούν ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας απ’ ό,τι αφορούν τα δάνεια, διότι όλοι έχουν μια κατάθεση στην τράπεζα, άλλος μικρή άλλος μεγάλη, ενώ πολύ λιγότεροι είναι αυτοί που παίρνουν δάνεια από τις τράπεζες. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στον ισολογισμό μιας υγιούς τράπεζας όπου το συνολικό ποσό των δανείων που έχει χορηγήσει η τράπεζα, βρίσκεται συνήθως στο 70% περίπου των καταθέσεων που έχει δεχθεί.

Τι γίνεται λοιπόν με τα επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων και πώς αυτά επηρεάστηκαν από την πρόσφατη άνοδο των επιτοκίων;

Εδώ παρατηρείται άκρα του τάφου σιωπή και πλήρης ηρεμία!

Προφανώς τα νέα για την αύξηση των επιτοκίων δεν έφθασαν ακόμη στα τμήματα καταθέσεων των τραπεζών. Πώς αλλιώς εξηγείται το γεγονός ότι ενώ τα επιτόκια δανεισμού αναπροσαρμόσθηκαν αστραπιαία, τα επιτόκια καταθέσεων εξακολουθούν να βρίσκονται ακόμη στο μηδέν; Γιατί, άραγε, ενώ μεγάλες διεθνείς ευρωπαϊκές τράπεζες αύξησαν σημαντικά τα προσφερόμενα επιτόκια καταθέσεων, οι ελληνικές τα διατηρούν πρακτικά ακόμη στο μηδέν; Αν συνεχισθεί αυτή η κατάσταση προβλέπω να καταφθάνουν εδώ σωρηδόν εκπρόσωποι μεγάλων ξένων τραπεζών και να ψαρεύουν καταθέτες από τις ελληνικές τράπεζες.

Μπορεί να σκεφθεί κανείς ότι οι ελληνικές τράπεζες θα χρησιμοποιήσουν τα «υπερέσοδα» που προκύπτουν από αυτήν την τιμολογιακή πολιτική, για να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους και να προετοιμασθούν για μια νέα πιθανή γενιά κόκκινων δανείων που θα προκύψουν από την επαπειλούμενη μείωση του ρυθμού ανάπτυξης. Πιθανόν. Αν όμως επικρατήσουν πιο κοντόφθαλμες και βολικές σκέψεις και αντί αποθεματοποίησης των «υπερεσόδων», αυτά διατεθούν ως μερίσματα με σκοπό την ενίσχυση της τιμής της μετοχής, τότε στην ουσία οι καταθέτες θα έχουν επιδοτήσει τους μετόχους των τραπεζών. Αλλά η προσπάθεια δημιουργίας «υπερεσόδων» από το τραπεζικό σύστημα δεν σταματάει εδώ. Πολύ υψηλές είναι και οι προμήθειες για ορισμένες τραπεζικές εργασίες και μάλιστα απλές, μέσω e-banking όπως μεταφορές χρημάτων, εμβάσματα κ.λπ.

Κανονικά οι τράπεζες θα έπρεπε να δίνουν κίνητρα στους πελάτες τους ώστε αυτοί να χρησιμοποιούν το e-banking, αντί να συνωστίζονται στα τραπεζικά καταστήματα και να αυξάνουν έτσι το λειτουργικό κόστος των τραπεζών. Αντ’ αυτού τους τιμωρούν με υψηλές προμήθειες! Μήπως αυτό είναι το παράθυρο ευκαιρίας που διέγνωσαν ορισμένοι νέοι παίκτες, οι οποίοι έκαναν το πρώτο δοκιμαστικό βήμα εισόδου στον χώρο των μεταφορών χρημάτων, όπως π.χ. η Cosmote, με το πολυδιαφημιζόμενο νέο προϊόν της;

Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μία αγορά πλήρως ανταγωνιστική με 4 μεγάλους παίκτες, τις συστημικές τράπεζες, και αρκετές μικρότερες. Άρα. μόνο για μονοπωλιακά χαρακτηριστικά δεν μπορεί να κατηγορήσει την ελληνική αγορά κανείς. Συζητώντας όμως το θέμα με έναν φίλο μου -γκουρού στα οικονομικά- μου ανέφερε ένα πολύ εντυπωσιακό όρο τον οποίον εγώ δεν πολυκατάλαβα και απλώς τον παραθέτω.

Είναι λέει «εναρμονισμένες πρακτικές»! Το οποίον, σε απλά Ελληνικά, μεταφράζεται ως «καρτέλ». Λέτε;

Ο θεωρούμενος ως πατριάρχης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, ο εκλιπών Γιάννης Κωστόπουλος, είχε πει κάποτε ότι η Ελλάδα χωράει 2,5 τράπεζες. Τώρα έχουμε πολύ περισσότερες και παρ’ όλα αυτά βλέπουμε αυτά τα φαινόμενα. Φαντασθείτε να είχαμε λιγότερες!