Παρατηρώντας κανείς τα μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας στην τρέχουσα χρονιά, αισθάνεται πως το 2023 θα ξεκινήσει με μια καλή προίκα. Ανάπτυξη ρεκόρ εν μέσω παγκόσμιας κρίσης πέριξ στο 6%, φορολογικά έσοδα πάνω από τον στόχο του προϋπολογισμού κατά 6 δισ. ευρώ, ανεργία στο 12%, εξαγωγές σε ύψος ρεκόρ των τελευταίων ετών, άμεσες ξένες επενδύσεις με υψηλό ρυθμό και τουριστικά έσοδα στα επίπεδα των 18 και άνω δισ. ευρώ. Αυτά είναι τα καλά νέα που ανεβάζουν τον πήχη των προσδοκιών πολύ ψηλά.

Όμως, αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος και αυτές οι επιτυχίες δεν προδικάζουν σώνει και καλά ότι θα επαναληφθούν και την επόμενη χρονιά που όλη η ανθρωπότητα φοβάται πως θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη.

Το διεθνές περιβάλλον -από το οποίο, φυσικά, δεν μπορούμε να αποστασιοποιηθούμε- είναι ιδιαίτερα δυσμενές. Για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης οι προβλέψεις κάνουν λόγο για ύφεση, σε συνδυασμό με υψηλό πληθωρισμό και ακριβό χρήμα λόγω επιτοκίων. Ένα μείγμα εκρηκτικό που αναπόφευκτα θα μας επηρεάσει τόσο ως προς την ανάπτυξη όσο και ως προς τις επενδύσεις. Εξ ου άλλωστε ο υπό κατάθεση προϋπολογισμός κατεβάζει την ανάπτυξη του 2023 μεταξύ 1-2% και τον πληθωρισμό στο 5-6%, στόχοι φιλόδοξοι αλλά και με πολλές αιρέσεις.

Η πρώτη αίρεση είναι η ενεργειακή ακρίβεια και ποιες διαστάσεις μπορεί να πάρει μέσα στον χειμώνα γιατί από αυτήν θα εξαρτηθούν και τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών που θα υποχρεωθούν να πάρουν όλες οι κυβερνήσεις, αλλά και οι επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των Ευρωπαίων που θα επηρεάσει και το βιοτικό τους επίπεδο αλλά και τη δυνατότητά τους να καταναλώνουν και να ταξιδεύουν, γεγονός που μας αφορά ιδιαιτέρως λόγω τουρισμού.

Η δεύτερη αφορά στο κόστος του χρήματος και με τα επιτόκια που τώρα η ΕΚΤ τα εργαλειοποιεί, για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος. Αν θα επιμείνει η ΕΚΤ να τα αυξάνει, τότε είναι βέβαιο ότι θα διευρυνθούν οι υφεσιακές τάσεις των οικονομιών και θα φρενάρουν οι επενδύσεις.

Αναμφίβολα στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια παρά τις αντιξοότητες (πανδημία, εθνικά θέματα, πόλεμος και ενεργειακή κρίση) έχουν γίνει πολλά προς την κατεύθυνση του μετασχηματισμού και του εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός του Δημοσίου, η άρση επενδυτικών αντικινήτρων, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας, η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η μείωση της φορολογίας σε επιχειρήσεις και πολίτες, οι επενδύσεις σε έργα υποδομών και η βελτίωση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό και στα μάτια της επενδυτικής κοινότητας, είναι σημαντικές εθνικές κατακτήσεις.

Αλλά, γιατί δυστυχώς πάντα υπάρχει ένα «αλλά», το 2023 -πέραν των προαναφερθέντων- για εμάς υπάρχει και μια άλλη σημαντική παράμετρος. Είναι έτος εκλογών. Και είναι πάγια τακτική των κυβερνήσεων στις τελευταίες δεκαετίες, να μην αποφεύγουν τον πειρασμό της πλειοδοσίας προεκλογικών παροχών και συνήθως πάνω από τις δημοσιονομικές αντοχές της οικονομίας. Ελπίζουμε αυτό να μη συμβεί και να συνεχιστεί η λελογισμένη διαχείριση του δημόσιου χρήματος για να μην μπούμε ξανά σε εκείνον τον φαύλο κύκλο που τελικά οδηγεί την οικονομία σε ένα σκωτσέζικο ντους και πολλές φορές μας έφθασε στο χείλος της αβύσσου.

Το μέγα ζητούμενο επομένως, με ψυχρή λογική και μακριά από τις κομματικές επιδιώξεις, είναι από τις εκλογές αυτές να προκύψει σταθερότητα και μια κυβέρνηση που θα συνεχίσει να κτίζει πάνω σ΄ αυτά που έχουν επιτευχθεί και όχι να τα γκρεμίσει και να αρχίσει από την αρχή. Οι μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα, είναι εθνική αναγκαιότητα (π.χ. Δικαιοσύνη) και η όποια επόμενη κυβέρνηση πρέπει να τις προωθήσει με μεγαλύτερη ένταση και στοχοπροσήλωση. Και σε καμιά περίπτωση πισωγυρίσματα και πειραματισμοί. Είναι καιρός, πια, να αρχίσουμε να μαθαίνουμε από τα λάθη μας.