Με την πανδημία κάθε άλλο παρά να έχει τελειώσει και ζητήματα αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής –για τα οποία χρησιμοποιείται πλέον η έκφραση-σύνθημα «στρατηγική αυτονομία»- να έχουν προστεθεί, η Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως η Ευρωζώνη, έχει –αναγκαστικά- στρέψει την προσοχή και σε ζητήματα της λεγόμενης «οικονομικής διακυβέρνησης».

Αναγκαστικά, επειδή βρισκόμαστε στο τέλος άλλης μίας χρονιάς, περίοδο κατά την οποία παραδοσιακά λαμβάνονται οι αποφάσεις και γίνονται οι σχεδιασμοί γύρω από την οικονομική πορεία, αλλά και επειδή, ειδικά φέτος, η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα για την Ένωση είναι η οικονομική ανάκαμψη, που απαιτεί προσπάθειες αλλά και, πιο έντονα από κάθε άλλη φορά, αλλαγές. Μια πρώτη ματιά σε όλους τους μεγάλους «φακέλους» δείχνει ότι η συνειδητοποίηση της ανάγκης να γίνουν βήματα προς τα μπροστά δεν εγγυάται καθόλου την υλοποίησή τους.

Το πιο πολυσυζητημένο και πολυαναμενόμενο ζήτημα έχει να κάνει με την αναδιαμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας, ώστε, ίσως, να δικαιολογήσει επιτέλους τον πλήρη τίτλο του, στον οποίο, εδώ και μερικά χρόνια, έχουν προστεθεί οι λέξεις «και Ανάπτυξης». Τα δεδομένα είναι απλά και μάλλον μονοσήμαντα: το τμήμα της «σταθερότητας» -βλέπε: ελέγχων και περιορισμών, ώστε να μην ξεπεραστούν ορισμένοι δείκτες και κατώφλια (κωδική ονομασία: λιτότητα)- είχε ούτως ή άλλως περισσότερα νομικά ερείσματα και μεγαλύτερη δεσμευτικότητα εντός του Συμφώνου, ακόμα και μετά την προσθήκη της αναπτυξιακής του διάστασης.

Οι δυο απανωτές κρίσεις, χρηματοοικονομική και λόγω πανδημίας, έκαναν το χάσμα μεγαλύτερο και τις αναπτυξιακές-επενδυτικές δαπάνες ακόμα πιο επείγουσες: πολλοί κανόνες του σκέλους «λιτότητα» ανεστάλησαν προσωρινά –μέχρι το 2022- αλλά πάγκοινη είναι η διαπίστωση ότι το 2022 ούτε θα είναι εύκολο να δοθεί νέα παράταση (είναι αμφίβολο αν οι ουκ ολίγες «φειδωλές» χώρες την δεχτούν), ούτε είναι εφικτό να γυρίσουμε στους κανόνες όπως ίσχυαν.

Επιπλέον, και εν τω μεταξύ, οι κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού αλλά και οι στόχοι –πολιτικοί και οικονομικοί- της Ένωσης έχουν αλλάξει, αφού το μεγάλο άλμα, η συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, απαιτεί όχι απλώς πρόσθετες επενδύσεις, αλλά ουσιαστικά δημιουργεί μια ολόκληρη παράλληλη οικονομία: θα απαιτηθούν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ίδιου του Επιτρόπου Τζεντιλόνι, 520 δισεκατομμύρια ευρώ μόνο για την «πράσινη μετάβαση» σε ορίζοντα δεκαετίας. Όλοι δε γνωρίζουν ότι «επενδύσεις» σημαίνει «αύξηση ελλειμμάτων» και ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας ασχολείται ακριβώς με αυτό, αλλά υπό την εντελώς αντίθετη οπτική: του περιορισμού τους.

Κάτι, συνεπώς, πρέπει να αλλάξει –κι αμέσως μετά την παραδοχή αυτού του αυτονόητου αρχίζουν οι διαφωνίες. Μέχρι στιγμής, δηλαδή στα προκαταρκτικά της στάδια, η συζήτηση μοιάζει να αφορά δύο κυρίως ζητήματα. Πρώτον και με μεγαλύτερη δημοσιότητα, το αν θα υπάρξει –θεσμική, που απαιτεί ομοφωνία, η οποία είναι ρεαλιστικά αδύνατο να βρεθεί- αλλαγή των «κατωφλιών» του χρέους, που στο υπάρχον Σύμφωνο βρίσκεται στο 60% του εθνικού ΑΕΠ (η Ελλάδα έχει πλέον το μεγαλύτερο στην Ένωση με πάνω από 200%) και του ελλείμματος (σημερινό όριο: 3%, που καμία χώρα δεν «σέβεται» υπό πανδημικές συνθήκες). Παρότι αρκετές χώρες, με πρώτη τη Γαλλία, αλλά και τη Ιταλία και την Ισπανία (δεν χρειάζεται καν να αναφέρουμε την Ελλάδα), και θεσμικά πρόσωπα, όπως ο Πρόεδρος του ESM Ρέγκλινγκ, καλοβλέπουν την επίσημη μείωση, η πιθανότερη –στην πραγματικότητα: η μόνη- «λύση» είναι η αύξηση της λεγόμενης «ευελιξίας», δηλαδή η πρόβλεψη «ρητρών διαφυγής» ή, με ακόμα λιγότερο θεσμικό και αόριστο τρόπο, «ερμηνευτικών κλειδιών» για την εφαρμογή παρεκκλίσεων σε περιόδους ανάγκης ή όταν το επιβάλλει η δημοσιονομική κατάσταση μιας χώρας.

Ακούγεται ενδιαφέρον αλλά γίνεται απλώς βουνό, όταν προστεθεί η δεύτερη παράμετρος, εκείνη των τεχνικών διαρρυθμίσεων: πώς μπορεί η «ευελιξία» να ισχύει για όλους και συγχρόνως να επιτελεί τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών, ποιος και με ποια κριτήρια θα κάνει την «ερμηνεία» (αν είναι να την κάνει η Επιτροπή με τα σημερινά κριτήρια, τότε δώρον άδωρον), τι γίνεται με το αγκάθι της αποπληρωμής του χρέους (που όπως είναι σήμερα, δηλαδή με πρόβλεψη μείωσης κατά ένα εικοστό ανά έτος, συνεπάγεται μη αποπληρωμή), αν προβλεφθεί εξαίρεση για τις «πράσινες» επενδύσεις, τι ακριβώς θα θεωρείται «πράσινη επένδυση», και πολλά πολλά πολλά άλλα. Που ευλόγως, αλλά όχι παραδεκτώς, κρατούν τα ούτως ή άλλως κουρασμένα και τεμπέλικα άλογα της ευρωπαϊκής οικονομικής μηχανής στο στάβλο τους, δηλαδή εντός των κογκλαβίων επισήμων και Υπουργών. Μέχρι την ελπιζόμενη αλλά διόλου βέβαιη συλλογική επιφοίτηση.

Ακόμα πιο σκοτεινή είναι η κατάσταση, και γι’ αυτό πιο δύσκολες οι αλλαγές, στα τρία άλλα μεγάλα μέτωπα της «οικονομικής διακυβέρνησης»: τον προϋπολογισμό, την Τραπεζική και Κεφαλαιακή Ένωση (Banking Union και Capital Markets Union, αντιστοίχως), την εποπτεία.

Ακανθώδεις φάκελοι που απαιτούν ειδικές, αλλά ελπίζω λιγότερο ακανθώδεις, αναλύσεις –την επόμενη εβδομάδα.