Μόνο μια τέτοια πολιτική πρωτοβουλία θα μπορούσε να βγάλει, έστω για λίγο, τον πόλεμο στην Ουκρανία από την πρώτη γραμμή των ευρωπαϊκών εξελίξεων: η συμφωνία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ανήμερα της εθνικής γιορτής, για τους νέους κανόνες λειτουργίας των γιγάντων της τεχνολογίας, εταιριών όπως οι Google, Microsoft, Meta (πρώην Facebook), Amazon, Apple, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η συμφωνία περί της λεγόμενης «Πράξης για τις Ψηφιακές Αγορές» (Digital Markets Act) δεν είναι, από δύο απόψεις, οριστική: μένει αφενός να ψηφιστεί και από το συνήθως πολύ απαιτητικό και «αυστηρό» σε θέματα επιτήρησης της αγοράς Ευρωκοινοβούλιο και αφετέρου να συμπληρωθεί από το «δίδυμο» νομοθέτημα, τη σχετική με θέματα παροχής υπηρεσιών Digital Services Act. Οι βασικές κατευθύνσεις, ωστόσο, και ο γενικός προσανατολισμός δεν πρόκειται να αλλάξουν: οι χώρες της Ένωσης αποφάσισαν, μετά από χρόνια διεργασιών και μαραθώνιους ακρόασης, και απόκρουσης, λομπιστών, να θέσουν κανόνες με τους οποίους μειώνεται η ελεύθερη, ακόρεστη και διαστρεβλωτική του ανταγωνισμού κυριαρχία των μεγάλων εταιριών στον ψηφιακό χώρο. Που είναι μεν παγκόσμιος, αλλά στον οποίο το σύνολο των εταιριών που μετράνε είναι αμερικανικές, άρα θα έμεναν εντελώς ανεξέλεγκτες αν δεν υπήρχαν αυτές οι πράξεις.

Η επίσημη αιτιολόγηση της πρωτοβουλίας, από την ίδια την Επιτροπή, είναι η επιθυμία αντιμετώπισης, στο όνομα των πολιτών της Ένωσης αλλά και των «μικρών» εταιριών, φαινομένων όπως οι υψηλότερες τιμές, η χαμηλότερη ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, οι λιγότερες επιλογές, που απορρέουν όλα από τη συγκέντρωση ισχύος –τεχνολογικής, οικονομικής και διαμεσολαβητικής- στα χέρια λίγων, μεγάλων και «απρόσωπων» παρόχων. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία ότι η βασική στόχευση είναι αντιμονοπωλιακή, δηλαδή οικονομικής φύσης: οι ως σήμερα ισχύοντες κανόνες, τόσο από πλευράς εταιρικού δικαίου όσο και από πλευράς αθέμιτου ανταγωνισμού, αποδείχθηκαν εντελώς ανίσχυροι μπροστά στη συσσωρευμένη ισχύ της τεχνολογίας και των γιγάντων της, που μπαίνουν, το θέλουμε-δεν το θέλουμε, στο σπίτι μας και στο μυαλό μας.

Η Digital Markets Act είναι καταστρωμένη και περιστρέφεται γύρω από μια έννοια-κλειδί: «ρυθμιστής πρόσβασης» (“gatekeeper”). Τέτοιες είναι οι εταιρίες που διαθέτουν, με αντικειμενικά, όσο γίνεται, κριτήρια (κεφαλαιοποίηση τουλάχιστον 75 δις ευρώ, τουλάχιστον 45 εκατομμύρια μηνιαίους «πελάτες»-χρήστες, δραστηριοποίηση εν είδει «πλατφόρμας», μέσω «εργαλείων» όπως είναι τα app και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) ιδιαίτερα προνομιακή θέση στον ψηφιακό χώρο. Τόσο οικονομική, που τους επιτρέπει να «διώχνουν» κάθε ανταγωνιστή, όσο και διαμεσολαβητική, που τις καθιστά «αναπόφευκτες» για τους χρήστες του διαδικτύου.

Στις εταιρίες αυτές, και μόνο σε αυτές, τίθενται υποχρεώσεις και περιορισμοί, όπως να συνεργάζονται με «μικρές» εταιρίες, να επιτρέπουν στους χρήστες τους να ελέγχουν και, υπό προϋποθέσεις, να σταματούν τα δεδομένα, τις διαφημίσεις και τις «προσφορές» από τις οποίες αναγκάζονται να «περάσουν», τις αξιολογήσεις και κατατάξεις (ranking) προϊόντων και υπηρεσιών που ως τώρα οι «γίγαντες» μονομερώς παρήγαγαν. Με βασικό όπλο τις βαριές ποινές (έως 10% -αρχικά είχε προταθεί 20%- του ετήσιου εισοδήματος ή 5% του ημερήσιου τζίρου) σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων –ποινές, πάντως, που επιβλήθηκαν ήδη σε ορισμένες περιπτώσεις με βάση την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία και διόλου απέτρεψαν τις Google και την παρέα της από το να έχουν και να διατηρούν τη γνωστή θέση τους.

Η βασική, κατά τη γνώμη μου, χρησιμότητα αυτής της νομοθεσίας είναι σε επίπεδο «παραδείγματος»: όπως έκανε και με τα προσωπικά δεδομένα και τον περίφημο Κανονισμό GDPR –ατελή μεν, αξεπέραστο δε-, έτσι προσπαθεί να πρωτοπορήσει η Ένωση και στον τομέα των ψηφιακών υπηρεσιών. Να δείξει ότι ένα τέτοιο και τέτοιας κρισιμότητας για τους καταναλωτές, αλλά και για την ίδια τη δημοκρατία, πεδίο δεν μπορεί να μένει εντελώς αρρύθμιστο και να αφήνεται στο «μακρύ», και αδηφάγο, «χέρι» των Αγορών, δηλαδή των εταιριών-γιγάντων που τις νέμονται. Την αντίληψη αυτή, μαζί, βέβαια, με την πεποίθηση ότι, ό,τι και να νομοθετηθεί, θα είναι για αυτές παρωνυχίδα, φαίνονται να αποδέχονται, έστω με βαριά καρδιά, και οι ίδιες οι εταιρίες που βρίσκονται στο στόχαστρο.

Για «ήττα στον αγώνα τους με την Ευρώπη» έκαναν λόγο οι όχι ακριβώς εχθροί των ελεύθερων αγορών Financial Times (28/3/2022), ενώ Google και Meta, αφού παραδέχτηκαν ότι έχασαν τη «μάχη των λόμπι», επέσεισαν την μάλλον άσφαιρη απειλή ότι, με τέτοιες «γραφειοκρατικές» ρυθμίσεις, θα μειωθεί η δυνατότητα καινοτομίας.

Συγχωρήστε τις μπόλικες πολεμικές αναφορές: δεν οφείλονται μόνο στη συγκυρία αλλά και στην πεποίθηση ότι, και εδώ, για ένα είδος μάχης πρόκειται, στην οποία δεν διακυβεύονται ευτυχώς ζωές, αλλά ζωτικά συμφέροντα και αγαθά, στα οποία περιλαμβάνεται και η ελευθερία.