Οι πρίγκιπες Φίλιππος και Κάρολος απασχόλησαν επί μακρόν την επικαιρότητα στην Ελλάδα, τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του 2021. Οι εφημερίδες και το διαδίκτυο αφιέρωσαν πολλές σελίδες τόσο για την επίσκεψη του πρίγκιπα Κάρολου στην Ελλάδα τον Μάρτιο, για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821, όσο και για τον θάνατο και τη κηδεία του πρίγκιπα Φίλιππου τον Απρίλιο.

Συνοπτικά, κυριάρχησαν οι παρακάτω αναφορές.

Ο πρίγκιπας Κάρολος έκλεισε την ομιλία του στο Προεδρικό Μέγαρο με τη φράση «Χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά, ζήτω η Ελλάς», τονίζοντας ότι η Ελλάδα είναι η πατρίδα των προγόνων του και ότι η χώρα μας καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του. Έδειξε και πρέπει να ήταν ειλικρινής.
Σύμφωνα με ιστορικούς και ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στο Μπάκιγχαμ, ο Φίλιππος στην πραγματικότητα δεν συμπάθησε ποτέ την Ελλάδα και τους Έλληνες, γιατί «οδήγησαν σε δίκη τον πατέρα του, πρίγκιπα Ανδρέα, και παραλίγο να τον πάνε στο εκτελεστικό απόσπασμα, για τις ευθύνες του στη Μικρασιατική Καταστροφή». Η κυβέρνηση Πλαστήρα παρέπεμψε τον Ανδρέα σε έκτακτο στρατοδικείο τον Νοέμβριο του 1922, παρά το ότι εκείνος επέστρεψε από τη Μικρά Ασία το 1921. Η κατηγορία για ανυπακοή αποδείχτηκε περίτρανα, αλλά το επαναστατικό στρατοδικείο, με παρέμβαση του Θεόδωρου Πάγκαλου, τον έκρινε ένοχο παμψηφεί αναγνωρίζοντάς του όμως ελαφρυντικά λόγω απειρίας.

Η επαναστατική κυβέρνηση είχε φερθεί «με το γάντι» στον Ανδρέα και τον καταδίκασε σε έκπτωση από τον βαθμό του και όχι σε (ατιμωτική) καθαίρεση. Να σημειώσουμε πως τον Ανδρέα συνάντησαν στην Αθήνα πριν επιβιβαστεί στο πλοίο που θα τον οδηγούσε στην εξορία, κορυφαία μέλη της επαναστατικής κυβέρνησης (Πλαστήρας και άλλοι) και οι συνομιλίες τους (σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών της Αγγλίας) ήταν εγκάρδιες.

Ο Ανδρέας δεν ακολούθησε τους «6» στο εκτελεστικό απόσπασμα στου Γουδή, χάρη στη μεσολάβηση του βρετανικού θρόνου. Αμέσως μετά την καταδίκη του, ο Ανδρέας και η σύζυγός του Αλίκη αναχώρησε με το βρετανικό αντιτορπιλικό «Καλυψώ», το οποίο κατέπλευσε από τον Φαληρικό όρμο στην Κέρκυρα για να παραλάβει την υπόλοιπη οικογένειά του, μέλος της οποίας ήταν και ο 18 μηνών Έλληνας και Χριστιανός Ορθόδοξος Φίλιππος και μετά κατευθύνθηκε προς την Ιταλία. Με την παλινόρθωση της βασιλείας στην Ελλάδα το 1935, ο Ανδρέας ξαναπήρε τον βαθμό του αντιστράτηγου. Πέθανε σε ηλικία 62 ετών και η σορός του ετάφη στο βασιλικό κοιμητήριο του Τατοΐου. Η μητέρα του Φίλιππου, Αλίκη, αργότερα εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και τάχθηκε στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Πάντως, τόσο η εκτέλεση των έξι όσο και η καταδίκη του πρίγκιπα Ανδρέα κρίθηκε από τους ιστορικούς αλλά και από τους πολιτικούς εκείνης της εποχής ως άσκοπη, που δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στην εκτόνωση της κατάστασης, αλλά αντίθετα επέτεινε τον διχασμό.

Ο Φίλιππος παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Ελισάβετ τον Νοέμβριο του 1947, αφού προηγουμένως εγκατέλειψε την Ορθοδοξία, τους ελληνικούς και δανικούς βασιλικούς τίτλους και έγινε βρετανός υπήκοος. Η Ελισάβετ έγινε βασίλισσα το 1952. Η Ελισάβετ θεωρούσε τον Φίλιππο «βράχο» της ζωής της, απόλυτο σύμβουλό της και τον μόνο άνθρωπο που εμπιστευόταν.

Η Ελισάβετ επισκέφθηκε, ιδιωτικά, μόνο μια φορά την Ελλάδα, προτού γίνει βασίλισσα και συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του 1950, οπότε φέρεται να δήλωσε: «Δεν γίνεται να βρίσκεται κανείς στην Αθήνα για πρώτη φορά και να μην αισθάνεται συγκίνηση όταν αναλογίζεται ότι η ένδοξη αυτή πόλη έχει σημαίνουσα θέση στην ιστορία του κόσμου». Ως βασίλισσα επισκέφθηκε περισσότερες από 200 χώρες. Όμως η Ελισάβετ και ο Φίλιππος δεν επισκέφθηκαν ποτέ την Ελλάδα επισήμως και ούτε προσκάλεσαν ποτέ Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας να επισκεφθεί το Λονδίνο. Υποστηρίζεται ότι οι βασικοί λόγοι που δεν επέτρεψαν ένα τέτοιο επίσημο ταξίδι είναι:

Πρώτον, ότι ο πατέρας του Φιλίππου, ο Πρίγκιπας Ανδρέας, αν δεν έφευγε στο εξωτερικό (με τη βοήθεια του βασιλιά της Αγγλίας) θα τουφεκιζόταν.

Δεύτερον, τη δεκαετία του ’50 δεν μπορούσαν να επισκεφθούν επίσημα την Ελλάδα, γιατί είχαμε τα γεγονότα της Κύπρου με την ΕΟΚΑ και την επιλογή του βασιλέως Παύλου να στηρίξει τον απελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου.

Τρίτον, ρόλο έπαιξε και η στενή σχέση της βρετανικής βασιλικής οικογένειας με την τέως βασιλική οικογένεια της Ελλάδος, η οποία απώλεσε τον θρόνο της, ουσιαστικά από το 1967. Ανεπίσημα πάντως ο Φίλιππος επισκέφθηκε 11 φορές την Ελλάδα, κυρίως για γάμους και κηδείες.

Είναι προφανές ότι οι δικαιολογίες που προβάλλονται δεν είναι σοβαρές και, κυρίως, δεν ευσταθούν. Δεν γνωρίζουμε άλλωστε αν τις ασπάζονταν ο Φίλιππος και η Ελισάβετ. Ο πατέρας του Φίλιππου όχι μόνο δεν εκτελέστηκε, αλλά επιπλέον αποκαταστάθηκε, η δε μητέρα του επέλεξε να ζήσει στην Ελλάδα. Άλλωστε το 1950 η Ελισάβετ επισκέφθηκε τη χώρα και έκανε εγκωμιαστικά σχόλια. Ύστερα, τι θα έπρεπε να κάνει ο βασιλεύς Παύλος; Να αποκηρύξει τον αγώνα των Κυπρίων για ελευθερία; Από πότε ο αγώνας για την ελευθερία της πατρίδας σου είναι έγκλημα; Και γιατί η Βρετανία δεν τήρησε την υπόσχεσή της προς τους Κυπρίους ότι εάν λάμβαναν μέρος στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο υπέρ των συμμάχων (πράγμα που οι Κύπριοι έπραξαν) θα αποκτούσαν την ελευθερία τους και την Ένωση με την Ελλάδα; Και τέλος η αιτιολογία για την ελληνική βασιλική οικογένεια.

Αν ήταν αυτός ο λόγος, γιατί δεν ήρθαν μέχρι το 1967; Σε κάθε περίπτωση δικαίωμα τους ήταν να μην έρθουν στην Ελλάδα, αλλά και δικό μας δικαίωμα να κρίνουμε και κυρίως να υπενθυμίσουμε και να προσθέσουμε κάποια σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση, το κείμενο αυτό δεν έχει καμιά απολύτως πρόθεση να προσβάλει το κύρος ή τη μνήμη των πριγκίπων.
Ο Φίλιππος δεν αγάπησε ποτέ την Ελλάδα και τους Έλληνες αλλά το ένα τεταρτημόριο του προσωπικού του εμβλήματος ήταν η ελληνική σημαία, η οποία, κατά τη διάρκεια της κηδείας του, κάλυπτε και το φέρετρό του κατά το ένα τέταρτο. Πολλοί μάλιστα είδαν την εικόνα αυτή και ως προβολή της χώρας μας. Μπορεί να είναι και έτσι. Αξίζει όμως εδώ να προστεθεί και η ιστορία ενός άλλου Ανδρέα, του Ανδρέα Παναγίδη σε σχέση με την ελληνική σημαία, που ίσως οι πιο πολλοί δεν τη γνωρίζουν.

Ο Ανδρέας Παναγίδης, πατέρας τριών παιδιών, οδηγήθηκε από τους Άγγλους κατακτητές της Κύπρου στην αγχόνη, στις 21.9.1956, σε ηλικία 22 ετών. Βρίσκεται στα φυλακισμένα μνήματα, στον ίδιο τάφο, συγκάτοικος με τον Μιχαήλ Κουτσόφτα στην αιωνιότητα.

Ο Παναγίδης εργαζόταν στο αεροδρόμιο Λευκωσίας ως μάγειρας. Μετέχοντας στις διαδηλώσεις για τον απόφαση απαγχονισμό των Μιχάλη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου, είχε μια ελληνική σημαία στην τσάντα του. Ένας Άγγλος στρατιώτης του έκανε σωματικό έλεγχο και βρήκε την ελληνική σημαία και τον διέταξε να του σκουπίσει με αυτήν τα παπούτσια του. Ο Παναγίδης μην μπορώντας να αντέξει αυτήν την απίστευτη προσβολή, τον χτύπησε αλύπητα. Δεν έμεινε όμως εκεί. Την επόμενη ημέρα, πήγε μαζί με τον Μιχαήλ Κουτσόφτα στο παρατηρητήριο του αεροδρομίου για να απαγάγουν τον Άγγλο φρουρό με σκοπό να τον ανταλλάξουν με τον Χαρίλαο Μιχαήλ ή τον Ανδρέα Ζάκο, που ήδη είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, δια απαγχονισμού.

Οι δύο αγωνιστές έγιναν όμως αντιληπτοί. Ακολούθησε αιματηρή συμπλοκή κατά τη διάρκεια της οποίας ένας Άγγλος σμηνίας, ο Πάτρικ Τζον Χέιλ, έπεσε νεκρός. Συνελήφθησαν και οι δύο, καταδικάστηκαν σε θάνατο και απαγχονίστηκαν στις 21.9.1956. Κηδεύτηκαν μέσα στο χώρο των φυλακών, μόνο με την παρουσία του ιερέως των φυλακών και χωρίς την ελληνική σημαία στη σορό τους.

Ο Ανδρέας τέλειωσε μόλις το Δημοτικό σχολείο, δεν πήγε στο Γυμνάσιο. Όμως, η αποχαιρετιστήρια επιστολή – παρακαταθήκη του προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του είναι συγκλονιστική. Γράφει μεταξύ άλλων:

«Aξιολάτρευτά μου παιδιά, πολυαγαπημένη μου γυναίκα, Χαίρετε. Αυτήν την στιγμήν που σας γράφω είναι Τρίτη, 10 η ώρα βράδυ. Ακριβώς πριν τρία λεπτά μας ειδοποίησαν ότι χαράματα της Παρασκευής 21.9.1956, θα εκτελεσθούμε. Ίσως, όταν διαβάζετε αυτό το γράμμα, εγώ να μην υπάρχω αναμεταξύ στους ζωντανούς. Λατρευτά μου παιδιά, σας αφήνω για πάντα, στην τόσο νεαρή μου ηλικία. Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Σας εύχομαι, αγαπημένα μου παιδιά, να γινήτε καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι. Ακολουθήστε πάντα τον δρόμο της αρετής. Να είσθε πάντα βέβαιοι ότι σας αγάπησα τόσο θερμά και με μια απέραντη πατρική αγάπη. Αλλά δυστυχώς σας αφήνω, χωρίς να σας δω να μεγαλώνετε, όπως το ονειρευόμουν… …Κι εσύ, πολυαγαπημένη μου Γιαννούλα, σου ζητώ για τελευταία χάρη να περνάς καλά με τα παιδιά μας. Αγάπα τα θερμά, τόσο πολύ, και για μένα. Και εγώ από ψηλά θα σας στέλλω τις πιο θερμές μου ευχές. Σου ζητώ συγγνώμη και συγχώρεση για ό, τι σου έφταιξα Γιαννούλα. …’Έχετε γεια, μια και για πάντα, αγαπημένες μου υπάρξεις. Με φιλιά και αγάπη, ο σύζυγος σου και ο αγαπητός σας πατέρας Ανδρέας Σ. Παναγίδης».

Αυτός είναι ο Ανδρέας Παναγίδης, έδωσε τη ζωή του γιατί του πρόσβαλαν τη σημαία του, την ελληνική σημαία. Και ήταν μόλις 22 ετών. Γι’ αυτό και η νύμφη του, ώριμη πλέον γυναίκα, στο μνημόσυνο του το 2016 διερωτάται: «Πώς να σε πω πατέρα, που είσαι μόνο 22 χρονών παιδί».

Στις 14 Μαρτίου 1957, σε ηλικία μόλις 19 ετών απαγχονίστηκε ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Ήταν ο νεαρότερος αλλά και ο τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε από τους Άγγλους. Κι αυτός κηδεύτηκε μέσα στον χώρο των φυλακών, μόνο με την παρουσία του ιερέως των φυλακών και χωρίς την ελληνική σημαία στη σορό του. Οδηγήθηκε στην αγχόνη γιατί μετέφερε ένα οπλοπολυβόλο Μπρεν γρασαρισμένο, συνεπώς ανέτοιμο για να χρησιμοποιηθεί.

Η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να αποτρέψει την εκτέλεσή του. Υπήρξε προσωπική παρέμβαση του βασιλιά Παύλου. Η Βουλή των Ελλήνων έστειλε τηλεγραφήματα προς την Βουλή των Κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη.

Ο Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος, 40 Εργατικοί Άγγλοι βουλευτές, ο Αρχιεπίσκοπος Νοτίου Αφρικής Νικόδημος, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Fulton, απλοί πολίτες προσπάθησαν να ματαιώσουν αυτή την εκτέλεση. Όλοι απέτυχαν. Απαγχονίσθηκε, βράδυ τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14ης Μαρτίου 1957, στις 12:02 ακριβώς, μήπως και κάποιοι ισχυροί της Γης προλάβουν και ακυρώσουν μέχρι το πρωί (που γίνονταν οι εκτελέσεις) την εκτέλεση της ποινής.

O 19χρονος έφηβος στάθηκε περήφανα κάτω από τη μακάβρια θηλιά, αντάλλαξε χειραψία με τους εκτελεστές του και η βροντερή φωνή του έσπασε τη σιωπή της νύχτας και των φυλακών και σε πείσμα των κατακτητών έψαλλε τον Εθνικό Ύμνο, τελειώνοντας με το «Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά», όπως και ο πρίγκιπας Κάρολος τέλειωσε την ομιλία του στο Προεδρικό. Ο γενναίος αυτός πατριώτης, σύμφωνα με τις σημειώσεις που κρατούσε ο διαβόητος δήμιος της βρετανικής αποικιοκρατίας, Harry Allen, κατά τη διάρκεια των απαγχονισμών των ηρώων της ΕΟΚΑ, ξεψύχησε ηρωικά 9 δευτερόλεπτα μετά από τη στιγμή που άνοιξε η ξύλινη καταπακτή της αγχόνης. Ο δήμιος κρατούσε και στατιστικά.

Αδικίες όμως και αντιφάσεις που έχει η ζωή! Για τον πρίγκιπα Ανδρέα το βρετανικό παλάτι παρενέβη και δεν εκτελέστηκε. Για δυο παιδιά 19 και 22 χρονών, αλλά και για τους άλλους επτά απαγχονισθέντες το βρετανικό παλάτι επέδειξε πλήρη αδιαφορία και αναλγησία και τους οδήγησε στην αγχόνη. Απαγχονίσθηκαν για τη σημαία που ήταν το έμβλημα του πρίγκιπα Φίλιππου, του βράχου και του απόλυτου έμπιστου συμβούλου της βασίλισσας.

Είναι βέβαιο ότι ο Κάρολος δεν θα άφηνε να γίνουν οι απαγχονισμοί. Βέβαιο όμως επίσης είναι ότι ο Φίλιππος δεν κούνησε το δακτυλάκι του για να σώσει τους συμπατριώτες του που αγωνίζονταν για τη σημαία του. Η συζήτηση για το αν ο πρίγκιπας μπορούσε ή δεν μπορούσε και αν η βασίλισσα μπορούσε ή δεν μπορούσε να δώσει χάρη δεν έχει νόημα, είναι περιττή.

Στα «Φυλακισμένα Μνήματα» έχουν ταφεί οι εννέα απαγχονισθέντες του απελευθερωτικού αγώνα 1955-59, όλοι τους νέοι ηλικίας 19-24 ετών. Με τη σειρά που εκτελέστηκαν είναι:
-Μιχαήλ Καραολής και Ανδρέας Δημητρίου, στις 10 Μαΐου 1956,
-Ανδρέας Ζάκος, Ιάκωβος Πατάτσος και Χαρίλαος Μιχαήλ, στις 9 Αυγούστου 1956,
-Μιχαήλ Κουτσόφτας, Στέλιος Μαυρομάτης και Ανδρέας Παναγίδης, στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 και ο
-Ευαγόρας Παλληκαρίδης στις 14 Μαρτίου 1957.

Η κηδεία γινόταν αμέσως μετά τον απαγχονισμό. Μοναδική παρουσία ήταν εκείνη του ιερέα των φυλακών που έψαλλε τη νεκρώσιμη ακολουθία έξω από την κλειστή είσοδο του κοιμητηρίου, όπου τους έθαβαν, προφανώς χωρίς φέρετρο και χωρίς να παρευρίσκεται κανένας συγγενής των νεκρών ή άλλος Έλληνας.

Επίσης, εκεί αναπαύονται οι πεσόντες αγωνιστές Μάρκος Δράκος, Γρηγόρης Αυξεντίου, Στυλιανός Λένας και Κυριάκος Μάτσης, οι οποίοι κηδεύτηκαν με τον ίδιο τρόπο. Είναι βέβαιο ότι τις σορούς τους δεν τις σκέπασε η ελληνική σημαία για την οποία αγωνίστηκαν.

Οι συγγενείς των νεκρών μπόρεσαν να επισκεφθούν τους τάφους μόνο μετά το τέλος του αγώνα. Η αυτοκρατορία τους σκότωσε, τους έθαψε χωρίς τους συγγενείς τους και τους φυλάκισε ακόμη και νεκρούς. Παγκόσμια πρωτοτυπία.

Αλήθεια, αξίζει να διερωτόμαστε και να προβληματιζόμαστε γιατί ο πρίγκιπας Φίλιππος και η βασίλισσα Ελισάβετ δεν επισκέφθηκαν ποτέ επίσημα την Ελλάδα;