Οι ανυπόμονοι έχουν σπεύσει ήδη – πριν από την Ανάσταση- να βγάλουν συμπεράσματα και να «κλειδώσουν» εκτιμήσεις με τη βοήθεια ειδικών, ώστε επιστρέφοντας στο γραφείο από τη μίνι ανάπαυλα να μην έχουν απορίες και αναπάντητα ερωτήματα.

Οι ρεαλιστές έρχονται όπως φεύγουν- υπό την έννοια ότι πάντα υπάρχει χρόνος ακόμη κι αν έχει γυρίσει ανάποδα η κλεψύδρα για καλύτερες επιδόσεις ή «θανατηφόρες» αστοχίες στην τελική ευθεία.

Οι αισιόδοξοι και οι απαισιόδοξοι μπορεί να μην «συναντιούνται» συνήθως, αλλά ξεκινούν πάντοτε από παραδοχές που ξέρουν ότι αν τις επανεξετάσουν, έχουν μόνο να κερδίσουν.

Με αυτές τις τρεις κατηγορίες ανθρώπων -που έχουν κεντρικούς ρόλους στα κομματικά επιτελεία- η ανάγνωση των δημοσκοπικών προβλέψεων και η ανταλλαγή απόψεων γίνεται κάθε φορά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα στις προεκλογικές περιόδους. Πρόκειται για την περιγραφή ειδικού και έμπειρου από πολιτικές αναμετρήσεις, που εν όψει των ευρωεκλογών βλέπει μπροστά του διάφορα σενάρια, όσον αφορά στον πήχη που βάζουν και θέλουν να ξεπεράσουν τα κομματικά επιτελεία. Σε κάθε περίπτωση ακολουθούν 37 μέρες και πολλές ώρες σκληρής αντιπαράθεσης με φόντο τις ευρωκάλπες.

Η Νέα Δημοκρατία σε όλες τις δημοσκοπήσεις δείχνει να πιάνει το στόχο που πρόσφατα περιέγραψε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και παραπέμπει στο «γαλάζιο» στοίχημα γύρω από το 33%- δηλαδή γύρω ή (και καλύτερα) πάνω από το ποσοστό που το κόμμα του κατέγραψε στις ευρωεκλογές του 2019. Η ΝΔ διατηρεί εικόνα κυριαρχίας στο πολιτικό σκηνικό, αφού το δεύτερο κόμμα εντοπίζεται σε απόσταση αρκετών μονάδων. Διατηρεί δυνάμεις, παρότι η κυβερνητική φθορά είναι πλέον «ορατή»- στις πρόσφατες εθνικές εκλογές (ένας χρόνος πέρασε) η ΝΔ κέρδισε μια μεγάλη νίκη με 40,5% αλλά σε όλα τα τελευταία γκάλοπ εμφανίζεται με απώλειες κάποιων μονάδων, που όμως αρχίζει εσχάτως να περιορίζει. Είναι προφανές ότι το Μέγαρο Μαξίμου θα επιχειρήσει στο διάστημα που απομένει να προσεγγίσει τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους της με το δίλημμα περί πολιτικής σταθερότητας για μια άνετη κι ανεμπόδιστη τριετία μέχρι την εξάντληση της τετραετίας. Η αναμέτρηση ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για τη δεύτερη θέση και με ποσοστά κάτω από το 20%, προσθέτουν πλεονεκτήματα στην προσπάθειά της και ενισχύουν τη θέση της- παρότι όλο και περισσότεροι πολίτες τους τελευταίους μήνες βγάζουν στην κυβερνητική παράταξη «κόκκινη κάρτα» για την ακρίβεια, τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, την κατάσταση στην Υγεία και την Παιδεία, στο πεδίο της ασφάλειας και της προοπτικής. Το «γαλάζιο στοίχημα» δεν παίζεται  μόνο στο χώρο του Κέντρου, όπου η Νέα Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη κατάφερε να ρίξει και να διατηρήσει γέφυρες, αλλά και στα δεξιά της- η Ελληνική Λύση φλερτάρει με διψήφια ποσοστά, που φαίνεται ότι μπορεί να εξασφαλίσει τουλάχιστον στη Βόρεια Ελλάδα και σε περιοχές της Πελοποννήσου.

Η δεύτερη θέση αντιμετωπίζεται πλέον ως υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε (δημοσκοπικά) στην τρίτη θέση από τον Φεβρουάριο και μετά. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Στέφανο Κασσελάκη δεν έχει κάνει το άλμα που υποσχόταν στους οπαδούς του ο νέος αρχηγός- έχει ωστόσο καταφέρει (από το Φεβρουάριο και μετά) να προσεγγίσει νέα κοινά. Το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και η «αναμέτρηση» με τον Αλέξη Τσίπρα λειτούργησε υπέρ της νέας ηγεσίας, ο κ. Κασσελάκης κέρδισε χρόνο και χώρο, όχι όμως και τη «στόφα» ενός κεντροαριστερού ηγέτη, που μπορεί να κερδίσει, όπως έλεγε αρχικά και στη συνέχεια, τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κινείται περισσότερο με όρους life style, δίνει θολές εξηγήσεις σε αυτονόητα ερωτήματα και επενδύει στον βερμπαλισμό και στις υποσχέσεις. Αν κερδίσει τη δεύτερη θέση και με ποσοστό κοντά σε αυτό των εθνικών εκλογών θα απαλλαγεί για ένα διάστημα από τις εσωκομματικές συγκρούσεις και κινήσεις αμφισβήτησης- αν όχι, θα έχει ενδεχομένως την «τύχη» του «διάττοντα αστέρα». Ένα προβάδισμα με βραχεία κεφαλή από το ΠΑΣΟΚ, δεν είναι η ιδανική συνθήκη για ένα κόμμα που δηλώνει ότι διεκδικεί με αξιώσεις την εξουσία.

Το ΠΑΣΟΚ απέκτησε σχετική αυτοπεποίθηση όταν μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του 2023 κατάφερε να περάσει στη δεύτερη δημοσκοπική θέση, εκτοπίζοντας στην τρίτη θέση τον «πολυτραυματία» ΣΥΡΙΖΑ από την εκκωφαντική εκλογική ήττα του Ιουνίου και τις διαδοχικές διασπάσεις. Η Χαριλάου Τρικούπη με μια σειρά παρεμβάσεων στη συνέχεια, εντός και εκτός βουλής, αντί να ενισχύσει τη θέση της στο πολιτικό σκηνικό, έχασε τη  ευκαιρία της καλής στιγμής και την πρωτοβουλία των (αποτελεσματικών) κινήσεων. Το στοίχημα του ΠΑΣΟΚ ταυτίζεται με την πρωτοβουλία των κινήσεων στο χώρο της κεντροαριστεράς- αν δεν το κερδίσει στις ευρωεκλογές εξασφαλίζοντας τη δεύτερη θέση, θα έχει χάσει μια ακόμη ευκαιρία με φόντο τις επόμενες εθνικές εκλογές. Η μάχη για τη δεύτερη θέση έχει αναμφίβολα ιδιαίτερη σημασία, διότι ο νικητής θα καθορίσει τις μετεκλογικές εξελίξεις- και όχι μόνο στο χώρο της κεντροαριστεράς.

Το ποσοστό της αποχής είναι σίγουρα ένα κρίσιμο κομμάτι στο παζλ- ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έχουν πιο συσπειρωμένες και οργανωμένες βάσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ υπό τον κ. Κασσελάκη ποντάρει σε ένα νέο εκλογικό κοινό, που οι ειδικοί δεν γνωρίζουν πως θα κινηθεί την ημέρα των ευρωεκλογών. Ποιοι και πόσοι θα μείνουν αυτή τη φορά στον «καναπέ»;

Τη μάχη του «καναπέ» δίνουν καταρχάς τα μικρότερα κόμματα. Η Πλεύση Ελευθερίας στην τελευταία δημοσκόπηση της Marc για το Πρώτο Θέμα φτάνει (στην εκτίμηση ψήφου) το 5,3% και καταγράφει καλή εκκίνηση για την μάχη των μικρών. Η Νέα Αριστερά, παρότι στελέχη της εμφανίζονται αισιόδοξα, περνά κάτω από τον πήχη για την εκλογή ενός ευρωβουλευτή, ο Κόσμος του κ. Κόκκαλη δεν ανιχνεύεται εύκολα από τα «ραντάρ» αλλά δεν είναι ακόμη προβλέψιμες οι εισροές από ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά, ενώ οι Δημοκράτες του Ανδρέα Λοβέρδου διεκδικούν τη «νίκη» τους, δηλαδή την είσοδό τους στην ευρωβουλή, από τους δυσαρεστημένους κεντρώας προέλευσης ψηφοφόρους της ΝΔ και από απογοητευμένους του ΠΑΣΟΚ.

Το σίγουρο είναι ότι αναμένεται αξιοσημείωτη κινητικότητα ψηφοφόρων όσο πλησιάζουν οι κάλπες κι ότι όπως κάθε φορά, έτσι και τώρα, ένα σημαντικό ποσοστό θα αποφασίσει την τελευταία εβδομάδα (αν όχι την τελευταία ημέρα) το κόμμα και τους υποψηφίους που θα «σταυρώσει». Μέχρι τότε, το κάθε κόμμα θα έχει το δικό του «Γολγοθά» να ανέβει.