Ο Πέδρο Σάντσεθ ανακοίνωσε ότι έχει την πρόθεση να ζητήσει την υποστήριξη της ισπανικής βουλής για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης το συντομότερο δυνατό. Και έκανε την απαραίτητη διευκρίνιση για τους Ισπανούς, λέγοντας ότι θα επιχειρήσει σήμερα το πρώτο βήμα- δηλαδή θα επιδιώξει πρώτα να εκλέξει πρόεδρο της βουλής.

Δεν διευκρίνισε βέβαια ποια κόμματα θα συμμετέχουν στον πιθανό κυβερνητικό συνασπισμό, αν και έχει δηλώσει ότι πρόθεσή του είναι να συνεργαστεί με τη συμμαχία Sumar της ισπανικής αριστεράς, η οποία περιλαμβάνει το Podemos. Ο ασκών χρέη πρωθυπουργού της Ισπανίας ενημέρωσε σχετικά την κοινοβουλευτική ομάδα του PSOE, του σοσιαλιστικού κόμματός του και έβαλε εκ νέου ένα δύσκολο στοίχημα, που προκαλεί εκ των πραγμάτων το ευρωπαϊκό και διεθνές ενδιαφέρον.

Το στοίχημα εμφανίστηκε για τον Σάντσεθ, έπειτα από τις εκλογές της 23ης Ιουλίου, κατά τις οποίες το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (PP) ήρθε πρώτο σε ψήφους χωρίς να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Tο PP ήρθε πήρε την πρωτιά με μόλις όμως 1,4 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το Ισπανικό Σοσιαλιστικό κόμμα (PSOE). Με ποσοστό 33,1% πήρε συγκεκριμένα 137 έδρες, 89 περισσότερες από το 2019. Το ακροδεξιό VOX έλαβε 12,3% και 33 έδρες, 22 λιγότερες σε σχέση με το 2019. Αθροιστικά τα δύο κόμματα εξασφαλίζουν 170 έδρες έναντι των 176 που απαιτούνται για τη συγκρότηση κυβέρνησης. Η ισπανική βουλή έχει 350 βουλευτές.

Τι συνέβη στην Ισπανία στις 23 Ιουλίου; Τα αποτελέσματα των ισπανικών καλπών διέψευσαν καταρχάς τις δημοσκοπήσεις που είχαν γίνει προεκλογικά και προέβλεπαν βέβαιη ήττα των Σοσιαλιστών και άνετη επικράτηση του Λαϊκού Κόμματος με τη στήριξη του ακροδεξιού Vox. Ήταν δε, κατά την προεκλογική περίοδο,  πολλοί εκείνοι που έσπευδαν να ορίσουν την Ισπανία στην ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών, όπου η συντηρητική παράταξη επιστρέφοντας κυριαρχεί- με ή χωρίς συμμάχους. Συνέβη εδώ, όπου ο Κυριάκος Μητσοτάκης πέτυχε μια δεύτερη μεγαλύτερη νίκη από το 2019- συνέβη στην Ιταλία, στη Σουηδία και τη Φινλανδία.

Ο Σάντσεθ, ο ηγέτης των Σοσιαλιστών και πρωθυπουργός στη χώρα του είδε την ήττα να έρχεται από τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του περασμένου Μαΐου. Οι υποψήφιοι του κόμματός του συνετρίβησαν στις περισσότερες περιοχές και τα προγνωστικά επέμειναν για βέβαιη και μεγάλη ήττα του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις εκλογές που προκάλεσε ο Σάντσεθ για τις 23 Ιουλίου. Το κόμμα του κατέλαβε πράγματι τη δεύτερη θέση, αύξησε όμως το ποσοστό του καθώς έφτασε στο 31,7% από το 28% που είχε λάβει στις προηγούμενες εκλογές του 2019. Κέρδισε ένα εκατομμύριο παραπάνω ψηφοφόρους, ενώ το αντίπαλο PP έλαβε το υψηλότερο ποσοστό από τις εκλογές του 2008, 121 έδρες, μόλις μία παραπάνω από το 2019. Η συμμαχία κομμάτων της Αριστεράς Sumar στην οποία εντάχθηκαν και οι Podemos πήρε 10,3% και 31 έδρες.

Αρκετοί αναλυτές τόνιζαν τον Ιούλη βλέποντας τα αποτελέσματα των εκλογών ότι τα δύο κόμματα ( το σοσιαλιστικό και το αριστερό) μπορεί να πήραν 152 έδρες, αλλά είχαν περισσότερες δυνατότητες συγκρότησης κυβέρνησης, αν υπάρξει συμφωνία με τα Καταλονικά και Βασκικά κόμματα. Στην πραγματικότητα υποστήριζαν ότι οι Ισπανοί πολίτες, ενώ καταψήφισαν τους Σοσιαλιστές στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του Μαΐου, θέλησαν και όχι … τυχαία, να τους στηρίξουν στις εθνικές εκλογές του Ιουλίου.

Είναι προφανές ότι το πολιτικό «παιχνίδι» στην Ισπανία – σε μια καθοριστικής σημασίας για την Ευρώπη και τον κόσμο χώρα-  είναι και γίνεται όσο περνούν οι ώρες (σε αυτήν την συγκυρία) εξαιρετικά σύνθετο και προϊδεάζει για δυσανάγνωστες εξελίξεις. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο οι κάλπες στην Ισπανία έφεραν ένα θετικό αποτέλεσμα και περισσότερους «πόντους» υπέρ του PSOE- σε σχέση βέβαια με τις περιφερειακές εκλογές που προηγήθηκαν. Που οφείλεται αυτή η «διάψευση» των δημοσκοπήσεων;, που έκανε το κόμμα του Σάντσεθ να αντέξει και εν πολλοίς να υπερβεί τα κύματα δυσαρέσκειας από τα απόνερα της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης; Ηγέτης, κόμμα και κυβέρνηση συνασπισμού (με έντονες διαφωνίες κατά διαστήματα) κατέγραψαν σημαντικά βήματα και μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της οικονομίας και της κοινωνικής πολιτικής. Σημείωσαν ανάπτυξη από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μείωσαν τον πληθωρισμό στο 2% και σημαντικά την ανεργία- η Γιολάντα Ντίαθ, υπουργός Εργασίας συνέβαλε αποφασιστικά στο να αυξηθεί η απασχόληση και ο κατώτατος μισθός (φτάνει στα 1260 ευρώ) καθώς και να απλωθεί ένα επιπλέον δίχτυ προστασίας στους συνταξιούχους.

Σε έρευνες που έγιναν φάνηκε ότι θετική επίδραση στην εικόνα της ομάδας Σάντσεθ είχε το γεγονός ότι η κυβέρνηση πήρε έγκαιρα και αποτελεσματικά μέτρα για την στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών που δέχθηκαν πλήγματα από τις συνέπειες της πανδημίας και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Για παράδειγμα αποφάσισε πλαφόν στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και μείωση του ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής. Προώθησε παράλληλα μια σειρά κινήσεων για την στήριξη των νέων, των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα, των επιχειρήσεων. Δεν «φοβήθηκε» το πολιτικό κόστος αναβάλλοντας αναγκαίες πρωτοβουλίες, αλλά φρόντισε να κινηθεί επιδιώκοντας να εξασφαλίσει συνθήκες κοινωνικής συνοχής. Γι’ αυτό και ο Πέδρο Σάντσεθ ακόμη ελπίζει και θα προσπαθήσει εκ νέου να συγκροτήσει κυβέρνηση…