Πρέπει να ομολογήσουμε πως η απόφαση της κυβέρνησης να αλλάξει τον τρόπο φορολόγησης των επαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων μικροεπειχειρηματιών αναμφίβολα θα δυσαρεστήσει πολλούς και θα έχει πολιτικό κόστος. Την ίδια στιγμή όμως, η αίσθηση που δημιουργείται στους υπόλοιπους και πολύ περισσότερους φορολογούμενους, είναι πως επιχειρείται μια άμβλυνση των κοινωνικών αδικιών που έχει επιφέρει το φορολογικό μας σύστημα διαχωρίζοντας τους φορολογούμενους σε δυο ταχύτητες.

Άλλωστε, οι κυβερνήσεις δεν ψηφίζονται για να είναι ευχάριστες, αλλά για να εφαρμόζουν στην πράξη την ισονομία στους πολίτες όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, αδιαφορώντας για τις κομματικές τους προτιμήσεις ή τη φύση του επαγγέλματος τους. Το χάιδεμα αυτιών και κυρίως η βαλτωμένη ακινησία στα στραβά και ανάποδα (κι είναι πολλά) που επικρατούν στη χώρα, δεν μπορεί επ’ ουδενί να συμβαδίζουν με μια κυβέρνηση που εκλέχτηκε γιατί υποσχέθηκε εκσυγχρονισμό, άρση των αδικιών, μεταρρυθμίσεις και μετατροπή της χώρας σε μια υποδειγματική ευρωπαϊκή.

Και μένουν πολλά ακόμα να γίνουν και αφορούν τη λεγόμενη καθημερινότητα. Η ακρίβεια, για παράδειγμα, που είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα συνεχίζει ακάθεκτη. Οι διάφορες πρωτοβουλίες με εκπτώσεις σε μια σειρά προϊόντων μοιάζουν σταγόνα στον ωκεανό και προφανώς δεν λύνουν το πρόβλημα. Όχι πως είναι εύκολο σε μια ελεύθερη αγορά όπου η μόνη δυνατότητα παρέμβασης είναι οι έλεγχοι στα καθορισμένα ποσοστά κέρδους. Τα μεγάλα πρόστιμα που επιβλήθηκαν προχθές σε δύο πολυεθνικές για παραβίαση αυτών των κανόνων, είναι μεν εντυπωσιακά και σε συνέχεια της ρητής δήλωσης του πρωθυπουργού «να μη νομίζουν κάποιες πολυεθνικές πως εδώ είναι μπανανία» και δείχνουν αποφασιστικότητα αλλά μένει να δούμε αν θα συμμορφωθούν και θα μειώσουν τις τιμές. Αν δηλαδή πέραν του εντυπωσιασμού θα δουν και οι καταναλωτές μειώσεις στο ράφι.

Το επόμενο που περιμένουμε είναι πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της εικόνας στην ασφάλεια. Η μικροεγκληματικότητα ανεξάρτητα από πίνακες με αριθμούς και συγκρίσεις χρονιά με χρονιά, καθόλου δεν μας καθησυχάζει. Υπάρχει ανασφάλεια στους δρόμους, στα σπίτια, στις γειτονιές κι ας μην κρυβόμαστε πίσω από στατιστικές. Δεν υπάρχει ουσιαστική αστυνόμευση, δεν υπάρχει έλεγχος της τροχαίας στην κίνηση σε βασικούς άξονες και η ταλαιπωρία των πολιτών στα απίστευτα καθημερινά μποτιλιαρίσματα είναι ένα τεράστιο πρόβλημα. Όλο ακούμε για περιπολίες και αστυνομικούς στις γειτονιές, μόνο που δεν τους βλέπουμε. Ενώ βλέπουμε σε καθημερινή βάση επεισόδια, ξυλοδαρμούς, εφηβικές συμμορίες και διαρρήξεις. Και διαθέτουμε αριθμητικά πολύ περισσότερους αστυνομικούς ακόμα και από πολύ μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης. Δεν μπορεί, κάτι κάνουν λάθος κι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Ο τομέας της Δικαιοσύνης είναι ένας άλλος προβληματικός και μάλιστα πολύ ουσιαστικός τόσο στο χρόνο απόδοσης της δικαιοσύνης, της λειτουργίας της Δημοκρατίας όσο και στην ίδια την οικονομική δραστηριότητα αφού πολλές επενδύσεις σκοντάφτουν στην παραλυτική δικαιοσύνη. Ο νέος υπουργός μπήκε στην κυβέρνηση φουριόζος, πολλά υποσχόμενος και με λύσεις που είχε έτοιμες από τη μακρά περίοδο που έμεινε εκτός κεντρικής σκηνής.

Όμως ακόμα περιμένουμε να δούμε απτές αποδείξεις πως κάτι αρχίζει να αλλάζει, να εκσυγχρονίζεται, να αναδομείται, να ανασχεδιάζεται. Προφανώς κι είναι κατανοητό πως χρόνιες παθογένειες δεν διορθώνονται από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά τουλάχιστον να δούμε κάποιο νομοσχέδιο κάποια απόφαση και πρωτοβουλία. Ένα δείγμα γραφής τέλος πάντων γιατί οι προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν και επενδύθηκαν στο πρόσωπο του είναι πολλές.

Καιρός για χάσιμο δεν υπάρχει. Μπορεί μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης να έπεσαν πολλά μαζεμένα με τις φυσικές καταστροφές και να αποπροσανατόλισαν τις προτεραιότητες, πλην όμως η παραγωγή συνολικού κυβερνητικού έργου δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Κι ας μην ξεχνάμε πως πρακτικά, οι σημαντικές πρωτοβουλίες, αλλαγές, μεταρρυθμίσεις γίνονται μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της θητείας μιας κυβέρνησης. Μετά αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση και οι συνυπολογισμοί του πολιτικού κόστους ενόψει των επόμενων εκλογών.