Και ξαφνικά οι προβολείς αποχωρούν από τον υπαρξιακό αγώνα του ΣΥΡΙΖΑ και στρέφονται στο ΠΑΣΟΚ, όπου η αποχώρηση του Ανδρέα Λοβέρδου επιβεβαιώνει την «κινούμενη άμμο» και τη νέα συνθήκη στο χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς.

Όσο αναμενόμενος ήταν μετά την στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ο «παραμερισμός» του Αλέξη Τσίπρα, άλλο τόσο προβλέψιμη εξέλιξη ήταν για το ΠΑΣΟΚ η παραίτηση ενός κορυφαίου στελέχους και υποψήφιου βουλευτή λίγες μέρες μετά τη λαϊκή ετυμηγορία; Τίθεται θέμα σύγκρισης; Υπάρχει σημείο σύνδεσης των δύο διαφορετικών γεγονότων που συμβαίνουν ωστόσο στο ίδιο πεδίο, όπου ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ παλεύουν πια με άλλους όρους για την πρωτοκαθεδρία της κεντροαριστεράς; Δεν είναι τα μοναδικά ερωτήματα που καλούνται να απαντήσουν καταρχάς οι άμεσα ενδιαφερόμενοι στην Κουμουνδούρου και τη Χαριλάου Τρικούπη. Και δεν υπάρχει επί του παρόντος μία και μοναδική απάντηση για την τάση των εξελίξεων στο χώρο της κεντροαριστεράς, ειδικά από τη στιγμή που η αντιπολίτευση απέναντι στην κυρίαρχη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη κάθε άλλο παρά υγιεινός περίπατος θα είναι. Το ξέρουν αυτό ακόμη και όσοι στον ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούν να αντικρίσουν κατάματα από το 2019 τη στρατηγική τους ήττα.

Η ήττα του ενός δεν σημαίνει ωστόσο απαραίτητα νικηφόρα πορεία για τον άλλο. Συμμερίζεται άραγε αυτόν τον προβληματισμό η Χαριλάου Τρικούπη και αν ναι, πως θα επιχειρήσει διατηρώντας τις προσδοκίες να αυξήσει τις «αφίξεις» στο ΠΑΣΟΚ; Το περίπου 12% που έλαβε στις πρόσφατες εκλογές είναι μια καλή βάση εκκίνησης αλλά απέχει πολύ από το «άλμα» της αμφίπλευρης διεύρυνσης που χρειάζεται το ΠΑΣΟΚ για να εξασφαλίσει γόνιμο έδαφος και την προοπτική της ολικής επαναφοράς μέσα στην τετραετία. Έδωσε μια μάχη με σαφώς αναβαθμισμένο προφίλ αλλά δεν κατάφερε να κρατήσει τον ίδιο αριθμό ψήφων και στον δεύτερο εκλογικό γύρο, αποδεικνύοντας ότι το εγχείρημα δεν γνωρίζει προσθαφαιρέσεις. Πέτυχε αναμφίβολα την ανανέωση και μαζί την προσέλκυση ψηφοφόρων από τις νεότερες γενιές που επεδίωκε, αλλά δεν διέψευσε τις αρνητικές προβλέψεις για την απήχηση του ΠΑΣΟΚ στην Αττική, στα άλλα αστικά κέντρα και στις λαϊκές γειτονιές, όπου σάρωσε η ΝΔ και καταποντίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η αλήθεια είναι επίσης ότι το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στην επίκληση των ιστορικών συμβόλων και στον προγραμματικό λόγο που ο κάθε πολίτης αναμένει να ακούσει από τον πολιτικό φορέα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα. Προσέγγισε την ανάλυση της «μεγάλης εικόνας» και κατέθεσε στο τραπέζι της δημόσιας συζήτησης προτάσεις για την πρόοδο της χώρας και των πολιτών, αλλά δεν έπεισε ότι θα έχει την επόμενη μέρα της κάλπης τη δύναμη και το ρόλο που μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο τη φορά των πραγμάτων. Είναι προφανώς στο χέρι του ΠΑΣΟΚ να αποδείξει , βήμα-βήμα, ότι έχει τη δυνατότητα να ακολουθήσει εξωστρεφείς πολιτικές, να αποφύγει την αδιέξοδη και βλαπτική για τους πολίτες αντιπολιτευτική τακτική του «όχι σε όλα», να διαφωνήσει εκεί όπου απαιτείται, να συμφωνήσει για την προώθηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων και να ενισχύσει τις παρεμβάσεις του εκεί που έγιναν ελάχιστα σημαντικά τα τελευταία χρόνια, στη δημόσια Υγεία και Παιδεία.

Το ΠΑΣΟΚ είχε σχεδόν πάντα -ακόμη και στη φάση της εκλογικής του κατάρρευσης- διακριτές θέσεις και στίγμα. Είχε και υποψήφιους αρχηγούς – που έβγαιναν μπροστά με συγκεκριμένες θέσεις- πριν αρχίσουν κάθε φορά να στήνονται οι εσωκομματικές κάλπες για την εκλογή ηγεσίας. Παλαιότερα είχε πολλούς «πρωθυπουργίσιμους», τελευταίως είχε στελέχη της «πρώτης γραμμής», που οδήγησαν το ΠΑΣΟΚ, όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά, στο να κρατήσει το νήμα της προοπτικής ανάκαμψης. Ο Νίκος Ανδρουλάκης ανέλαβε καθήκοντα σε μια επίσης δύσκολη συγκυρία για το ΠΑΣΟΚ, δείχνοντας αποφασισμένος να τολμήσει το «άλμα», οικοδομώντας το νέο αφήγημα και προετοιμάζοντας για τη μάχη διαρκείας ικανά στελέχη.

Από τώρα και μέχρι τις ευρωεκλογές τον Μάη του 2024, μεσολαβεί ένα απαιτητικό διάστημα κατά το οποίο η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα επιδιώξει να φανεί αντάξια της  κυριαρχίας της στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό και ο ΣΥΡΙΖΑ να ανακαλύψει τα όρια των αντοχών του. Η επιλογή των προσώπων για την αναμέτρηση των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών είναι αναπόδραστα το πρώτο κρίσιμο τεστ για ένα κόμμα που φιλοδοξεί να ασκήσει το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να χτίσει στιβαρό αφήγημα διακυβέρνησης της χώρας- ακόμη και αν ο τελευταίος στόχος μοιάζει τώρα από μακρινός έως ανέφικτος… Και γι’ αυτόν τον στόχο χρειάζεται διαρκής επιχείρηση αμφίπλευρής διεύρυνσης…