Ακούω τις τελευταίες 15 ημέρες διάφορες εκτιμήσεις, προβλέψεις «εμπιστευτικά από εσωκομματικές πηγές», δημοσιογράφους και δημοσιολογούντες, επιχειρηματίες κ.λπ. να λένε ότι επέρχεται η πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η αντικατάστασή του… εν κινήσει από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ., η προσφυγή σε πρόωρες κάλπες με αφορμή το θέμα της παρακολούθησης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη κ.λπ. κ.λπ.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη γνώση ή ανάλυση για να αντιληφθεί κανείς ότι είναι είτε ευσεβείς πόθοι της αντιπολίτευσης (λογικό όμως γιατί αυτή είναι η δουλειά της, όχι βέβαια να λέει ανοησίες και υπερβολές, αλλά να προσπαθεί να πλήξει το αντίπαλο κόμμα), είτε πρόκειται για κλασικές αερολογίες που λέγονται γενικώς μεταξύ τυρού και αχλαδίου.

Επειδή οι αναγνώστες των εφημερίδων έχουν συνήθως (εκτός από κάποια ηλικία) και πολιτική εμπειρία, ας αναρωτηθούν πότε έπεσε μια κυβέρνηση η οποία αφού συνέβη το «μέγα σκάνδαλο», όπως υποτίθεται ότι είναι αυτό των παρακολουθήσεων, δεν έπαθε σχεδόν τίποτε δημοσκοπικά.

Το κυβερνών κόμμα, λοιπόν, προηγείται της αντιπολίτευσης σε όλες (μα όλες) τις δημοσκοπήσεις που έγιναν τις τελευταίες δέκα ημέρες από 7% έως 9% μετά από τρία χρόνια διακυβέρνησης. Πώς γίνεται να ρίξει κάποιος (και ποιος;) έναν πρωθυπουργό του οποίου η αποδοχή ακόμα και τώρα φτάνει στο 38% (Φαναράς – Metron Analysis) και το κόμμα του έχασε μόλις 0,5%-1,3% και είναι στο 33%-34%, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση κέρδισε από 0,1% έως 0,5% και μετριέται βαριά-βαριά στο 23,5%-25%; Ποιος θα πάει να πει στον Μητσοτάκη «φύγε γιατί βουλιάζουμε»; Αστεία πράγματα.

Οταν έπεσε η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο δεύτερος επικράτησε και στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις με διαφορές 8-10 μονάδων, ενώ το ίδιο συνέβη όταν έπεσε και η κυβέρνηση του Μητσοτάκη για να ξαναγυρίσει ο Ανδρέας, το ΠΑΣΟΚ κέρδισε με 8 μονάδες διαφορά.

Δεν γνωρίζω αν το «χοντρό πέσιμο», γιατί περί τέτοιου επρόκειτο, του Καραμανλή της Ραφήνας στην κυβέρνηση έγινε στο πλαίσιο και τη λογική αποσταθεροποίησης ή εν πάση περιπτώσει όλων όσα προαναφέρθηκαν, αν και προσωπικά δεν το πιστεύω.

Πρώτον, γιατί ο ίδιος ο Καραμανλής το «μάζεψε» πολύ γρήγορα με διορθωτικές δηλώσεις, το δε αποτέλεσμα που είχε στο ευρύτερο εκλογικό κοινό της Κεντροδεξιάς -που έδωσε σχεδόν 40% στη Ν.Δ.- «ανατρίχιασε στην υπόμνηση» της αναβίωσης του Τσιπροκαραμανλικού μπλοκ. Ούτε βαλτός να ήταν ο Καραμανλής από τον Μητσοτάκη!

Μένουν βέβαια και μερικές απορίες σε όλους εμάς από το 2006, όταν σήμερα ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρεται σε παρακολουθήσεις και επιπλήττει την κυβέρνηση ότι επικαλούμενη το απόρρητο δεν ρίχνει φως στην υπόθεση Ανδρουλάκη. Ποτέ κανείς δεν έμαθε ποιοι άκουγαν τον ίδιο τον Καραμανλή επί των ημερών του, αλλά και πόσους άλλους, από πού τον άκουγαν, από ποιο «κέντρο» και τι συνέβη τελικά σ’ εκείνο το έρημο παιδί, τον Τσαλικίδη, που βρέθηκε κρεμασμένο στο πατάρι του σπιτιού του.

Δεύτερον, γιατί ακόμα κι αν το έκανε για να επανεμφανιστεί, να δηλώσει, βρε αδερφέ, ένα «παρών» μετά από τόσα χρόνια -και όχι για να πλήξει την κυβέρνηση-, διάλεξε λάθος θέμα (με λάθος ένταση στο θέμα) και φυσικά λάθος χρόνο. Στην εποχή μας δεν κληρονομούνται κόμματα, ούτε καν επιχειρήσεις, αυτό έπρεπε να το γνωρίζει ο Καραμανλής, όπως και οι υπόλοιποι γόνοι που μπορεί να θεωρούν ότι θα εναλλάσσονται αενάως στην εξουσία.

Για να «πέσει», λοιπόν, ο Μητσοτάκης δεν το βλέπω, άλλωστε τα… πεσίματα δεν γίνονται έτσι, και αυτό το ξέρουν καλά και οι βασικοί παίκτες στη Ν.Δ. Το πώς θα ξαναβγεί και πώς θα ξανακυβερνήσει (και με ποιους μαζί) σε λίγους μήνες που έρχονται οι εκλογές είναι άλλο θέμα, υπαρκτό και δύσκολο, σαφώς πιο περιπεπλεγμένο απ’ ό,τι ήταν λίγους μήνες πριν.

Οταν, πάντως, μετά από τρία χρόνια διακυβέρνησης η Ν.Δ. προηγείται τόσο περίπου όσο πήρε στις εκλογές του 2019 (8 μονάδες), είναι λογικά πιθανό και ενδεχόμενο να μπορέσει να ξανακυβερνήσει, έστω και με «συμπληρώματα», αρκεί να αποφύγει τα στοιχειώδη λάθη στην τελική ευθεία και να διορθώσει όσα ασκόπως την ταλαιπωρούν από την αρχή της θητείας της.