Ας ξεκινήσουμε πρώτα απ’ όλα με τα καλά νέα, γιατί η αισιοδοξία είναι πάντοτε απαραίτητο συστατικό της ζωής. Επιτέλους, λοιπόν, μετά από δύο ολόκληρα χρόνια ήρθε ένα «ελεύθερο Πάσχα», χωρίς ουσιαστικούς περιορισμούς από την πανδημία, με όλα τα ζητήματα που πάντα θα προκύπτουν στην καθημερινότητα, όπως η πρωτοφανής ακρίβεια που προκλήθηκε διεθνώς από την πανδημία αρχικώς (λόγω των προβλημάτων της διεθνούς εφοδιαστικής αλυσίδας), αλλά και μετέπειτα από τον πόλεμο.

Ακρίβεια που αγγίζει τα πάντα γιατί προέρχεται από την έκρηξη των τιμών της ενέργειας που απλώνεται σε όλο το φάσμα των προϊόντων και δύσκολα αντιμετωπίζεται. Ακόμα και όταν θα παρέμβει η κυβέρνηση στην Ελλάδα να επιδοτήσει τις τιμές της ενέργειας και να τις επαναφέρει στα επίπεδα του 2021, οι τιμές στα εισαγόμενα προϊόντα, ας πούμε, δεν πρόκειται να μειωθούν.

Η νέα φάση της πανδημίας, που ναι μεν ακόμα υπάρχει -και ίσως συνεχιστεί για πολλούς μήνες ακόμα-, αλλά ουσιαστικά δεν επηρεάζει την κοινωνική και οικονομική ζωή των πολιτών στον Δυτικό κόσμο, τουλάχιστον φέρνει και σ’ εμάς μια νέα εποχή ομαλότητας, ελπίδας και προοπτικής όσον αφορά τη βασική πηγή εσόδων της χώρας που είναι ο τουρισμός.

Ευτυχώς, ακόμα και στη δύσκολη αυτή διετία που πέρασε, η ανάγκη της παγκόσμιας κοινότητας για διακοπές, ειδικά το καλοκαίρι, ακόμα και με όλα τα προβλήματα και τις δυσκολίες, βοήθησε την Ελλάδα. Ο ήλιος και η θάλασσα μαζί με το φυσικό τοπίο υποστήριξαν το ΑΕΠ της χώρας και το 2020 και το 2021 έστω κατά 30% περίπου σε σχέση με τα έσοδα του 2019, αλλά τώρα όλο αυτό δείχνει να είναι παρελθόν και ετοιμαζόμαστε για μία σεζόν-ρεκόρ, με νούμερα που μπορεί να φτάσουν και να ξεπεράσουν εκείνα του 2019.

Η Ελλάδα μπορεί να μην μπορέσει ίσως να πάρει την πολυπόθητη αυξημένη επενδυτική βαθμίδα που ανέμενε το 2022 (θα γίνει του χρόνου) λόγω της κάμψης στις οικονομίες διεθνώς που φέρνει ο πόλεμος, αλλά τα μεγάλα και σοβαρά επενδυτικά σχέδια για τη χώρα από τους διεθνείς οίκους είναι μπροστά μας. Αυτές τις ημέρες είναι πιθανόν, για παράδειγμα, να ολοκληρωθεί μία πολύ σημαντική εξαγορά της μεγαλύτερης εγχώριας ενεργειακής εταιρείας ΤΕΡΝΑ από τον εξειδικευμένο στα ενεργειακά αυστραλιανό κολοσσό Macquarie που προσφάτως επένδυσε και στον ΔΕΔΔΗΕ (πήρε το 49%), γεγονός που αποδεικνύει έμπρακτα την εμπιστοσύνη μεγάλων διεθνών επενδυτικών οίκων στην ελληνική οικονομία, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη διαγωνισμοί δεκάδων δισ. ευρώ, όπως αυτός για την εκμετάλλευση της Αττικής οδού, για λιμάνια, τράπεζες, μεγάλα ιδιωτικά πρότζεκτ για τα οποία οι κύριοι ενδιαφερόμενοι είναι όλοι ξένοι μεγάλοι «παίκτες», αφού είναι και οι μόνοι που διαθέτουν τα κεφάλαια. Σε αυτή την εικόνα πρέπει να προστεθεί το τεράστιο ενδιαφέρον, κυρίως από ξένους, για την απόκτηση δεύτερης -εξοχικής κυρίως- κατοικίας στην Ελλάδα, γεγονός που έχει εκτοξεύσει τις τιμές του real estate από την Αθήνα μέχρι σχεδόν το πιο απόμακρο νησί.

Είναι, λοιπόν, καλές οι προοπτικές για τη χώρα, έστω και μέσα σε ένα πιθανώς υφεσιακό περιβάλλον που δεν αποκλείεται να ξημερώσει διεθνώς την επόμενη διετία, αλλά ας ελπίσουμε ότι θα αποφευχθεί. Οι προοπτικές αυτές μπορεί να μη «στραβώσουν» καν από το ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας ύφεσης ή έστω μιας «αναιμικής» ανάπτυξης, ωστόσο δεν θα συμβεί το ίδιο αν κυριαρχήσει στη χώρα πολιτική αστάθεια.

Αν σε λίγους μήνες, όποτε εν πάση περιπτώσει προκηρυχθούν εκλογές και δεν προκύψει ένα σταθερό πολιτικό σχήμα, μια κανονική κυβέρνηση τετραετίας, αλλά ένα αδύναμο συνονθύλευμα πολιτικών και τεχνοκρατών που σκοπός του από την αρχή θα είναι να αποτύχει… για να πάμε παρακάτω, τότε η εικόνα θα είναι σαφώς διαφορετική. Ουδείς ακουμπάει τα δισεκατομμύριά του σε μια χώρα που εισέρχεται σε πολιτική αστάθεια και μάλιστα χωρίς προοπτική να βγει από αυτήν αφού δεν το επιτρέπει ο εκλογικός νόμος. Οι μεγάλες επενδύσεις που φέρνουν δουλειές και παράγουν πλούτο για όλους θέλουν σταθερούς κανόνες παιχνιδιού και όχι ατέρμονες βόλτες στα υπουργικά-κομματικά γραφεία, αυτά είναι γνωστά.

Αυτό θα είναι το ερώτημα και το μείζον διακύβευμα των επόμενων εκλογών, τι κυβέρνηση, με ποιον πρωθυπουργό και φυσικά με καθαρές γραμμές πολιτικής. Και την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα την αναζητήσει η κοινή γνώμη προτού πάει στις κάλπες και πιστεύω ότι έχει κάθε δικαίωμα σε μια πειστική απάντηση, ειδικά από τα κόμματα-ρυθμιστές όπως είναι το ΠΑΣΟΚ. Η λογική του «ψηφίστε με και θα δούμε» θεωρώ ότι μάλλον οδηγεί σε συρρίκνωση και βολεύει μόνο το πρώτο κόμμα.