Ας αρχίσουμε από το (πολιτικό) τέλος: η απόφαση και αναγγελία από την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στα μέσα της προηγούμενης εβδομάδας, για θεσμοθέτηση ψηφιακού πιστοποιητικού εμβολιασμού για τους πολίτες όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και των «συνεδεδεμένων» χωρών του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου: Ισλανδία, Νορβηγία, Λιχτενστάιν), αποτελεί τριπλή νίκη: για την ελληνική κυβέρνηση, που είχε προτείνει το συγκεκριμένο μέτρο, για την ενωμένη Ευρώπη, που προχωρά με κοινό βηματισμό, καθώς και για την κοινή λογική, αφού διευκολύνονται οι ζωές των πολιτών και η επανεκκίνηση της οικονομίας, ιδίως δε των τομέων της που σχετίζονται με τις μετακινήσεις.

Και μετά αρχίζουν τα προβλήματα… Τα οποία πάντως, για να πάω πάλι αμέσως στο συμπέρασμα, είναι, κατά τη γνώμη μου, λιγότερα από τα πολιτικά και τα πρακτικά οφέλη. Και σε κάθε περίπτωση, με τον σχεδιασμό και τις τεχνικές προδιαγραφές που ανακοινώθηκαν, δεν οδηγούν σε υποχώρηση του κράτους δικαίου.

Οι πιο εύλογες από τις αντιρρήσεις που κατά καιρούς προβάλλονται κατά του πιστοποιητικού εμβολιασμού έχουν να κάνουν με τα ακόλουθα:

α) Ζητήματα ανισότητας και καταναγκασμού: φόβοι ότι το πιστοποιητικό θα χωρίσει τους Ευρωπαίους πολίτες σε εμβολισμένους και μη, με απονομή περισσότερων δικαιωμάτων στους μεν από ό,τι στους δε και κίνδυνο η «αστυνόμευση» τους να αποτελέσει αφορμή για περαιτέρω αδικίες. Οι κρίσιμες αυτές ανησυχίες απαντώνται σε μεγάλο βαθμό από ορισμένες πρόνοιες του σχεδίου.

Πρώτον, το πιστοποιητικό ΔΕΝ θα παρέχει περισσότερα δικαιώματα παρά μόνο θα αποτελεί βεβαίωση για ένα πραγματικό γεγονός (τον εμβολιασμό), που θα δίνει δικαίωμα μετακίνησης χωρίς άλλη απόδειξη, ενώ οι μη έχοντες πιστοποιητικό θα μπορούν να μετακινούνται με την παροχή άλλων, εθνικής φύσης, αποδείξεων ότι δεν μεταφέρουν τον ιό. Δεύτερον –στοιχείο που δεν υπήρχε στην αρχική ελληνική πρόταση, αλλά προστέθηκε μετά τις ανταλλαγές απόψεων- ότι το κοινό πιστοποιητικό θα καλύπτει τρεις τύπους «αποδείξεων»: ότι έγινε εμβολιασμός με κάποιο από τα αδειοδοτημένα σκευάσματα, ότι έχει γίνει rapid test και ότι ο κάτοχος έχει αναρρώσει από τον ιό. Τρίτον, ότι θα χορηγείται μόνο σε αυτούς που το ζητούν (όχι καταναγκασμός) αλλά και ότι θα καλύπτει όλους όσοι το ζητήσουν, συμπεριλαμβανομένων υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν στην ΕΕ καθώς και επισκεπτών που έχουν το δικαίωμα να ταξιδεύουν σε άλλα κράτη –μέλη, ενώ θα παρέχεται δωρεάν και στη γλώσσα κάθε πολίτη (ισότητα στην κάλυψη).

β) Προβλήματα σχετιζόμενα με τα προσωπικά δεδομένα: υπόνοιες ότι τα στοιχεία του πιστοποιητικού θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για σκοπούς ξένους προς την υγειονομική προστασία ή και να δώσουν την ευκαιρία στα κράτη να «φακελώσουν» (έτι περαιτέρω) τους πολίτες τους. Τα υπαρκτά αυτά ενδεχόμενα –ας μην ξεχνάμε ότι το Ισραήλ στήριξε την παγκόσμια εμβολιαστική πρωτοπορία του, που πιθανότατα θα οδηγήσει σε νέα εκλογική νίκη τον Πρωθυπουργό Νετανιάχου στις σημερινές εκλογές, στη συμφωνία που έκανε με φαρμακευτική εταιρία να της παραδώσει τεράστιες ποσότητες προσωπικών δεδομένων των κατοίκων του- αντιμετωπίζονται, στο σχέδιο της Επιτροπής, με πρόβλεψη περιορισμένου αριθμού πληροφοριών στο πιστοποιητικό (όνομα, ημερομηνία γέννησης προσώπου και έκδοσης πιστοποιητικού, ποιο εμβόλιο έγινε και πότε), την ύπαρξη μοναδικού για κάθε άτομο αλλά βασισμένου σε κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα και ελέγξιμου ως προς τη γνησιότητα του «αναγνωριστικού» στοιχείου και τη δέσμευση των κρατών-μελών ότι δεν θα «διασυνδέσουν» ή δεν θα χρησιμοποιήσουν πέρα των σκοπών τους τα δεδομένα.

Στο πλαίσιο πάντως του ρεαλισμού, στο οποίο προσπαθεί να κινηθεί η παρούσα ανάλυση, όταν λέμε «δεδομένα» εννοούμε και δυνατότητες πολλαπλών και όχι πάντα ανιχνεύσιμων χρήσεών τους. Το νομικοπολιτικό ζήτημα συνεπώς έχει δύο κρίσιμες όψεις: εάν εμπιστευόμαστε, έστω στοιχειωδώς, αυτούς στους οποίους θα «παραδώσουμε» τα δεδομένα μας –στην προκείμενη περίπτωση, τα κράτη της Ένωσης και για τον καθένα από εμάς, το κράτος μας- και εάν θεωρούμε ότι τα πλεονεκτήματα από την οικειοθελή καταχώρηση των δεδομένων υπερισχύουν των φόβων ενδεχόμενης ασύγγνωστης χρήσης τους.

γ) Τεχνικά και πραγματικά ζητήματα, από την ασφάλεια των πιστοποιητικών (οι ερευνητές βρήκαν αρκετά προβλήματα στα πιστοποιητικά του Ισραήλ, όμως υποτίθεται ότι τα ευρωπαϊκά θα έχουν πιο υψηλές προδιαγραφές), ως το χρονικό διάστημα για το οποίο τα πιστοποιητικά θα είναι νόμιμα (η Επιτροπή λέει μέχρις ότου ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κηρύξει το τέλος της πανδημίας) ή και χρήσιμα (όσο προχωρούν οι εμβολισμοί του πληθυσμού, τόσο περισσότερα αλλά και τόσο μικρότερης αξίας θα είναι τα πιστοποιητικά). Το πιο ακανθώδες, κατά τη γνώμη μου, θέμα πηγάζει από το ότι οι ίδιοι οι επιστήμονες δεν είναι απολύτως βέβαιοι για τη σχέση εμβολιασμού και μετάδοσης, με αποτέλεσμα να είναι ίσως πιθανό οι φέροντες πιστοποιητικό να κολλήσουν εμβολιασμένους και, κυρίως, μη εμβολιασμένους, εκεί που θα πηγαίνουν. Ως προς αυτό η μόνη απάντηση είναι ταυτολογική: και με τα τεστ υπάρχει αβεβαιότητα, η μόνη «σιγουριά» θα προερχόταν από την πλήρη απαγόρευση ταξιδιών και μετακινήσεων.

Το συμπέρασμα είναι, νομίζω, ότι μια «ταπεινή» – επιβοηθητική χρήση ασφαλών και με λίγα δεδομένα πιστοποιητικών εμβολιασμού είναι ικανή να διευκολύνει, από το καλοκαίρι, και πανδημίας θέλουσας, τις μετακινήσεις, χωρίς να είναι πανάκεια, αλλά και χωρίς να κάμπτει την ευρωπαϊκή δημοκρατία. Για μια ακόμα φορά, η τελευταία άργησε, αλλά ξύπνησε.