Παρά το δόγμα ότι η «Ευρώπη είναι πρώτα απ’ όλα Αγορά», τα πεδία που απασχολούν και προβληματίζουν αυτόν τον καιρό είναι άλλα: πανδημία, κλιματική αλλαγή, κράτος Δικαίου. Και στα τρία, αντίθετα από τη σχετική σύγκλιση που επικρατεί στο μέτωπο της οικονομίας, εμφανίζεται μια μεγάλη πολυφωνία, στο όριο της πανσπερμίας.

Τα μέτρα μέσω των οποίων αντιμετωπίζουν τα κράτη-μέλη το τέταρτο (ή μήπως είναι πέμπτο;) κύμα της πανδημίας κινούνται σε μεγάλη γκάμα και δεν γίνεται καν προσπάθεια εναρμόνισης. Με την από σήμερα εφαρμογή του προστίμου εις βάρος όσων πολιτών άνω των 60 ετών δεν εμβολιάζονται, η Ελλάδα μπαίνει σε ένα πολύ κλειστό κλαμπ, στο οποίο μετέχει σίγουρα η Αυστρία (στη Γερμανία το συζητούν, αλλά το πιθανότερο είναι η υποχρεωτικότητα να μην συνοδεύεται από οικονομική κύρωση, ενώ στην Ιταλία έχει αναγγελθεί, και μάλιστα στους άνω των 50 ετών, χωρίς να έχει τεθεί σε εφαρμογή). Αλλά και το εύρος της υποχρεωτικότητας, και του αντίστοιχου “πάσου”, διαφέρει πολύ: από την πρόσβαση σε κάθε δημόσιο χώρο στη Γαλλία, σε μέρος μόνο του υγειονομικού προσωπικού στο Βέλγιο, διαφωνίες εντός του κυβερνητικού συνασπισμού στη Βουλγαρία, επιλογή να αφεθεί στην υπευθυνότητα των πολιτών στις σκανδιναβικές χώρες, περνώντας, γενικώς, από όλες τις πιθανές κι απίθανες παραλλαγές (για “50 αποχρώσεις του πάσου” έκαναν λόγο, για να ξεχάσουν λίγο τα προβλήματα της δικής τους κυβέρνησης, οι Financial Times).

Μετά την ομοφωνία ως προς την ανάγκη δραστικής αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, ιδίως μέσω της καθιέρωσής της ως “οριζόντιου” μέτρου, δηλαδή συνδεόμενου με όλες τις επιμέρους επιλογές, και της θέσης της ως προϋπόθεσης για την εκταμίευση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, η εξειδίκευση αρχίζει να σκοντάφτει σε διαφορετικές προσεγγίσεις και να οδηγεί σε δολιχοδρομήσεις. Η εβδομάδα που πέρασε μάς προσφέρει δυο παραδείγματα. Την ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη συμπερίληψη της πυρηνικής ενέργειας και του φυσικού αερίου στις επιλέξιμες “πράσινες δραστηριότητες” εντός του πλαισίου ενός κοινού για όλες τις χώρες καταλόγου (“taxonomy”). Και την αντιπαράθεση μεταξύ Ολλανδίας και Γερμανίας για το πόσο γρήγορα θα πάψουν να παράγουν τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στο Γκρόνιγκεν, με τη χώρα παραγωγής, την Ολλανδία, να θέλει γρήγορο κλείσιμο και τη γειτονική και τροφοδοτούμενη από εκεί Γερμανία να επιδιώκει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παράταση. Η μάχη, υπό διάφορα προκαλύμματα, μεταξύ “πράσινης” και σκέτης ανάπτυξης είναι βέβαιο ότι θα γνωρίσει κι αυτή πολλές δόξες.

Στο μέτωπο του Κράτους Δικαίου, παρά το υψηλότατο πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Πολωνία και την αυστηροποίηση της στάσης της Γερμανίας μετά την πρόσφατη κυβερνητική αλλαγή, μια ακόμα χώρα προστέθηκε σε εκείνες των οποίων κυβερνήσεις ή δικαστήρια αμφισβητούν την υπεροχή, και την εφαρμογή, του κοινοτικού δικαίου. Πρόκειται για τη Ρουμανία, που βρίσκεται κάπου στη μέση της νοητής απόστασης που χωρίζει αφενός χώρες σαν την Πολωνία και την Ουγγαρία, όπου η αμφισβήτηση είναι ανοιχτή και σε δικαστικό και σε πολιτικό επίπεδο, και τη Γερμανία, το συνταγματικό δικαστήριο της οποίας άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου (με τις αποφάσεις του για την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ), αλλά με τις κυβερνήσεις Μέρκελ και Σολτς να παίρνουν σαφείς αποστάσεις και να προσφέρουν πολιτικά εχέγγυα. Στη Ρουμανία το “ναι μεν” (υπεροχή του εθνικού δικαίου) του συνταγματικού δικαστηρίου δεν αντισταθμίζεται απολύτως από το “αλλά” (θέλουμε πλήρη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου… αλλά εντός του πλαισίου του ρουμανικού) μιας ούτως ή άλλως όχι ιδιαίτερα αξιόπιστης κυβέρνησης μιας ήκιστα φιλευρωπαικής χώρας.

Σε όλα αυτά τα πεδία, οι αποκλίσεις είναι εν μέρει φυσιολογικές, καθώς συνδέονται με διαφορετικές ερμηνείες στη βάση διαφορετικών συμφερόντων. Είναι όμως, σε κάθε περίπτωση, κρίσιμες για την οικονομική ανάκαμψη και γενικώς για την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.