Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η προεκλογική εκστρατεία εξελίσσεται ακριβώς όπως και όλες οι προηγούμενες: ανούσια, επιδερμική και σε κάποιες περιπτώσεις τοξική, με στόχο να αναδειχθούν τα αρνητικά σημεία του αντιπάλου. Ο προγραμματικός λόγος κατά κανόνα περιορίζεται σε υποσχέσεις και εξαγγελίες οι οποίες ακόμα κι αν απαντούν σε πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες δεν εντάσσονται σε κάποιο ευρύτερο σχέδιο για τη χώρα. Η εμβέλεια των εξαγγελιών και ο «σχεδιασμός» δεν υπερβαίνουν τη στενή εκλογική σκοπιμότητα και την ημερομηνία της κάλπης.

Παρόλο που οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική, τα κόμματα δεν παρουσιάζουν ή δεν δίνουν βάρος σε σχέδια και θέσεις προς συζήτηση και διαπραγμάτευση με πιθανούς κυβερνητικούς εταίρους.

Ούτε αναζητούν συναινέσεις για κάποιον ελάχιστο κοινό παρονομαστή αλλαγών ακόμα και σε τομείς όπου όλοι δηλώνουν ότι χρειάζονται δραστικές παρεμβάσεις: Η Δικαιοσύνη, η Υγεία, η Παιδεία, η αναβάθμιση και η θωράκιση του Δημοσίου ως καταλύτη ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους δεν γίνονται αντικείμενο συζήτησης. Για τα θέματα αυτά τα κόμματα δεν έχουν καταθέσει προτάσεις προς συζήτηση – τις θέσεις τους και τις κόκκινες γραμμές τους.

Οι υποψήφιοι στις μεταξύ τους συζητήσεις κατά κανόνα αναλίσκονται σε τηλεοπτικές ατάκες εντυπωσιασμού και ο καθένας παρουσιάζει τον αντίπαλο ως φορέα καταστροφής, χωρίς να προκύπτει η δυνατότητα προσέγγισης, συνεννόησης ή σύνθεσης.

Είναι ενδεικτικό ότι όταν προ ημερών ένα ιστορικό στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφέρθηκε -στο πλαίσιο μάλιστα επιστημονικού συνεδρίου- στο Φορολογικό (ένα σύστημα που ευνοεί σημαντικές στρεβλώσεις και συντηρεί πλείστα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα), η συζήτηση εξετράπη αμέσως σε ορυμαγδό κραυγών από τους αντιπάλους για δήθεν μυστικό σχέδιο φορολογικής επέλασης.

Η πολιτική στην Ελλάδα περιορίζεται σε έναν κομματικό ανταγωνισμό με στόχο την κατάκτηση της εξουσίας και του κρατικού μηχανισμού ως λάφυρου προς αξιοποίηση. Το πρόγραμμα είναι δευτερεύον. Στην πραγματικότητα, τα κόμματα εξουσίας δεν διατυπώνουν πρόγραμμα με την έννοια ενός ολιστικού σχεδίου διακυβέρνησης, αλλά ένα άθροισμα ευνοϊκών μέτρων, τα οποία θα δελεάσουν τον ψηφοφόρο.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όμως, δεν μπορεί να γίνει η παραμικρή συζήτηση για τις ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ που χρειάζεται η χώρα.
Ασφαλώς τα κόμματα εκφράζουν διαφορετικά, συχνά συγκρουόμενα συμφέροντα, αλλά ακόμα και οι διαφωνίες σε έναν δημιουργικό διάλογο θα ήταν πολιτικά χρήσιμες, καθώς θα επέτρεπαν να διαμορφωθούν όρια για πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις και τις ανάλογες συνεργασίες, με στόχο πολιτικές που θα μπορούσαν να υλοποιηθούν σε βάθος χρόνου.

Η απλή αναλογική δίνει μια ιστορική ευκαιρία για την αναβάθμιση της πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά το πολιτικό σύστημα δεν δείχνει να την αξιοποιεί. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι από την πλευρά της, η κυβερνώσα παράταξη έχει δηλώσει σαφώς ότι δεν πιστεύει στις συνεργασίες και επιδιώκει την αυτοδυναμία. Και με αυτό το δεδομένο επιχειρεί εκ προοιμίου να απονομιμοποιήσει το ενδεχόμενο συνεργασίας μεταξύ των αντιπάλων της.

Από την άλλη πλευρά, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης, που σε κάθε περίπτωση θα είχαν κίνητρο να συνεργαστούν, δεν δείχνουν διάθεση να το συζητήσουν, τουλάχιστον προεκλογικά.

Οι δημοσκοπήσεις ασφαλώς έχουν πέσει έξω σε πολλές περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, αλλά ένα ισχυρό ενδεχόμενο που αναδεικνύουν είναι ότι η επίτευξη αυτοδυναμίας ακόμα και σε δεύτερες εκλογές δεν είναι πιθανή.
Επομένως, κάποιοι θα πρέπει να συνεργαστούν με κάποιους. Και δεν αποκλείεται μέχρι να διαμορφωθεί η νέα κυβέρνηση να χρειαστεί χρόνος.

Επομένως, ένα ερώτημα είναι εάν το επόμενο διάστημα θα έχουμε μια παρατεταμένη και τοξική πολιτική σύγκρουση για το ποιο κόμμα θα αναλάβει την εξουσία για να κυβερνήσει κατά την κρίση του, ή εάν θα έχουμε πολιτικές διεργασίες για να προσδιοριστούν οι ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ που θα εφαρμοστούν στη χώρα μας τα επόμενα χρόνια που ο κόσμος θα αλλάξει δραματικά.

Το πολιτικό σύστημα δείχνει μέχρι σήμερα ότι είναι «κούφιο». Δεν έχει βάθος, δεν έχει ιδέες, δεν ασχολείται με τις πολιτικές, αλλά μόνο με την ανάληψη και την άσκηση της εξουσίας.
Εάν όμως δεν ανταποκριθεί στην ιστορική ανάγκη που αναδύεται τώρα, είναι βέβαιο ότι θα βρεθεί το ίδιο σε κρίση και θα παρασύρει και τη χώρα.