Ο πόλεμος στην Ουκρανία έθρεψε την ενεργειακή κρίση κι αυτή με τη σειρά της κυοφόρησε μια δυστοπική καθημερινότητα για τους πολίτες σε όλη την Ευρώπη. Αυτό, δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός αναλυτής για να μπορέσεις να το αποδώσεις και να το περιγράψεις. Αρκεί μια βόλτα σε ένα από τα σούπερ μάρκετ της γειτονιάς σου, όπου φεύγεις με δυο τσάντες πράγματα και έχεις πληρώσει στο ταμείο 100 ευρώ.  

Η Eurostat, η Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή -στα στοιχεία τα οποία δημοσίευσε μέσα στην εβδομάδα- καταγράφει το ράλι με τις τιμές στα τρόφιμα. Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή σημείωσε άνοδο κατά 7,2% στην Ελλάδα και κατά 8,5% στην Ευρωζώνη τον Ιανουάριο, έναντι 7,6% και 9,2% αντίστοιχα τον Δεκέμβριο. Και, φανταστείτε, τυχεροί είμαστε, αφού καταγράφεται επιβράδυνση στον ρυθμό ανόδου των τιμών -για τέταρτο συνεχή μήνα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρωζώνη- και αυτό οφείλεται στην αποκλιμάκωση των τιμών ενέργειας. Εάν δεν συνέβαινε αυτό, στα ταμεία των σούπερ μάρκετ δεν θα πληρώναμε με χρεωστικές κάρτες, αλλά θα αφήναμε τα νεφρά μας. Κάπως έτσι, η ακρίβεια στα τρόφιμα αναγκάζει πολλά νοικοκυριά να αναζητήσουν φθηνές λύσεις -λέγε με “junk food”– όπου όλοι ξέρουμε ότι είναι χαμηλής διατροφικής αξίας, με ολόκληρα, λαχταριστά κομμάτια χοληστερίνης, παχυσαρκίας και ό,τι αυτό συνεπάγεται, με όλα τα συνεπακόλουθα για την υγεία μας.

Πέραν της Eurostat, το τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) διενήργησε μελέτη στην οποία επίσης αποτυπώνεται πως -πέρα από τη μείωση των αγορών τους- οι καταναλωτές φαίνεται να στρέφονται σε τροφές χαμηλής διατροφικής αξίας, αφού το κύριο κριτήριο είναι η τιμή και όχι η ποιότητα του τροφίμου. Η έρευνα, η οποία έλαβε χώρα για το Ινστιτούτο Ερευνών της ΓΣΕΕ, με τίτλο «Η άνιση κατανομή του φορολογικού βάρους στα νοικοκυριά στην Ελλάδα», εστίασε στη μεταβολή του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών από το 2008 μέχρι το 2019, στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και στους έμμεσους φόρους. Σύμφωνα με αυτή, μεγαλύτερα ποσοστά των καταναλωτών, και μάλιστα αυτοί με μικρότερη οικονομική άνεση, δηλώνουν ότι αγοράζουν περισσότερο πρόχειρο φαγητό (junk food) σε σχέση με το παρελθόν και άρα τρέφονται με περισσότερες κενές θερμίδες από παλαιότερα. Αυτό θα έχει μεσοπρόθεσμα επιπτώσεις και στο σύστημα υγείας (Ierax Analytix, 2022) σημειώνει η ίδια μελέτη. Από τα ίδια ευρήματα της έρευνας συνάγεται πως, με βάση τις τιμές του Σεπτεμβρίου 2022, μία οικογένεια με δύο παιδιά -που ανήκει στο μέσο της κατανομής των νοικοκυριών- θα χρειαζόταν επιπλέον 1.400 ευρώ σε ετήσια βάση για να διατηρήσει σταθερή την κατανάλωση τροφίμων.

Έτσι, οι οικογένειες που δυσκολεύονται να επιβιώσουν, αναγκαστικά πάνε στο junk food, αγοράζοντας κυριολεκτικά σκουπίδια, για να μπορέσουν να περισώσουν τον προϋπολογισμό τους. «Μα, καλά», θα πει κάποιος, «δεν μπορούν να τρώνε, για παράδειγμα, όσπρια;». Η απάντηση είναι πως και τα όσπρια, το «κρέας του φτωχού», πωλούνται με αυξημένες τιμές έως και… 40%, αφού οι ανατιμήσεις επιβαρύνονται και από το αυξημένο κόστος συσκευασίας! Το βλέπεις στο ράφι και δεν το πιστεύεις… Τα φασόλια γίγαντες έφτασαν στα 7,50€ €/κιλό, την ίδια στιγμή που το μπούτι κοτόπουλο κοστίζει 2,98€/κιλό.

Ας σταματήσω, όμως, εδώ αυτά που γράφω, φρονώ πως είναι κατανοητό ότι η κυβέρνηση πρέπει να περάσει σε περισσότερες σχετικές, ουσιαστικές δράσεις που θα ανακουφίσουν και θα ταΐσουν σωστά τους κατοίκους στην Ελλάδα – ένα market pass προφανώς και δεν είναι αρκετό. Ταυτόχρονα, ούτε μπορεί να θρέφει εσαεί τις οικογένειες στη χώρα μας ούτε μπορεί και να διαρκέσει για πάντα. Το χειρότερο είναι πως οι τιμές, που βλέπουμε τώρα στα ράφια, δεν θα μπορέσουν ποτέ μάλλον να επιστρέψουν στα επίπεδα πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, ενώ κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι η ακρίβεια (και) στα τρόφιμα δεν θα σταματήσει να καλπάζει σαν άλογο σε ρωσική στέπα.

Σας αφήνω, έχω να μουλιάσω φασόλια, ενώ στη σακούλα του σούπερ μάρκετ με την αυτοκόλλητη τιμή βλέπω ότι ο μαϊντανός έχει φτάσει τα 5,50 €/κιλό, ενώ ο άνηθος τα 7,20 €/κιλό. Τουλάχιστον, όπως γράφει, είναι «εγχώρια» – φαντάσου να ήταν και εισαγόμενα. Και το βλέπω κομματάκι δύσκολο για ένα “maintanos pass”