Μετά από 4 χρόνια «παγώματος» (από το Μάρτιο του 2020 ως το 2024) του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, λόγω των κρίσεων –πρώτα του covid και στη συνέχεια της πληθωριστικής-ενεργειακής-, και έναν γεμάτο χρόνο (από τον Οκτώβριο του 2021) επίσημων διαβουλεύσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε, την προηγούμενη εβδομάδα, την πρόταση της για ένα «νέο» Σύμφωνο, που προορίζεται να τεθεί σε εφαρμογή από το 2024. Αυτό που διακυβεύεται, αν και είναι ακόμα πολύ νωρίς για να προδικάσουμε το αποτέλεσμα, είναι αν η Ευρώπη θα βγει πιο σοφή και πιο έτοιμη στο οικονομικό πεδίο, ενόψει της νέας πραγματικότητας -των μόνιμων κρίσεων- και των αυξημένων προκλήσεων -για πιο τολμηρή και κοινή δράση- που έχουμε μπροστά μας.

Όπως συνήθως, η Επιτροπή επιχειρεί με τις προτάσεις της να συμβιβάσει αν όχι αντικρουόμενες πάντως διαφορετικές θέσεις και επιθυμίες των κρατών-μελών. Δεν προέβη, από πρώτη ματιά, σε «επαναστατικές» διαφοροποιήσεις σε σχέση με το ισχύον πλαίσιο: δεν πείραξε τα «κατώφλια» (benchmarks) του χρέους (3% έλλειμα προϋπολογισμού και 60% σχέση χρέους προς ΑΕΠ) και δεν συμπεριέλαβε, όπως πολλοί ζητούσαν, τις «αναπτυξιακές» δαπάνες (επενδύσεις) στις εξαιρούμενες από τον υπολογισμό του χρέους. Από την άλλη, δεν αρκέστηκε σε απλά μερεμέτια, αλλά επεξεργάστηκε μια εις βάθος αλλαγή του σημερινού συστήματος, επιχειρώντας να το καταστήσει, με τα δικά της λόγια, πιο «απλό, αποτελεσματικό και οικειοθελές (with greater ownership)».

Οι αλλαγές εκτείνονται σε τρία επίπεδα: στο πώς θα μετράται εφεξής το χρέος, στο πώς θα αντιμετωπίζεται/συγκρατείται η ενδεχόμενη τάση υπέρβασης των ορίων, στο πώς θα επιβάλλονται οι νέοι κανόνες και θα τιμωρείται ενδεχόμενη παραβίαση τους.

Ως προς τον τρόπο υπολογισμού, ενώ παραμένουν, όπως ειπώθηκε, τα βασικά κατώφλια, εγκαταλείπεται ο μαθηματικός και εξαιρετικά δυσμενής για χώρες σε δυσκολία (όπως η Ελλάδα) τύπος αναγκαστικής ετήσιας μείωσης του χρέους κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος το 60% του ΑΕΠ ποσού. Η «προσδοκία μείωσης» προτείνεται να υπολογίζεται με βάση ένα πολύ γενικότερο και ανά χώρα «κατώφλι δαπανών» (expenditure benchmark), ένα «καλάθι» που θα περιλαμβάνει τις συνολικές δημόσιες δαπάνες κάθε χώρας, εξαιρουμένων των τόκων και δαπανών για τη συγκράτηση της ανεργίας, αλλά όχι, όπως επίσης προειπώθηκε, των δαπανών για επενδύσεις. Από μαθηματικός-αδιαφοροποίητος-τιμωρητικός, ο υπολογισμός ελπίζεται ότι θα καταστεί πιο προσαρμοσμένος στις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας (case-oriented) και βασισμένος στο ρίσκο (risk-based).

Ως προς τον τρόπο συμμόρφωσης με την ανάγκη, η οποία παραμένει, «ισοσκελισμένων προϋπολογισμών», αυτό που αλλάζει είναι η μεγαλύτερη ευχέρεια που δίδεται σε κάθε χώρα και το άνοιγμα του «κύκλου παρακολούθησης» από το ένα στα τέσσερα έως επτά χρόνια. Σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής, κάθε χώρα, βασιζόμενη σε ένα «πλαίσιο αναφοράς» (reference multiannual adjustment path) που θα εκδίδει η Επιτροπή, θα συγκροτεί και θα καταθέτει ένα τετραετές (που θα μπορεί, αν περιέχει δομικές μεταρρυθμίσεις, να γίνει επταετές –σαν τον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό) «ολιστικό σχέδιο» όχι μόνο δαπανών και μετρήσιμων στόχων αλλά και ευρύτερων δημοσιονομικών επιλογών, μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων. Το σχέδιο θα υιοθετείται από το Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής –η οποία «αναγκαστικά» παραμένει ο ισχυρός βραχίονας της όλης διαδικασίας, με αυξημένες μάλιστα αρμοδιότητες και ευθύνες, λόγω του μη αυτοματισμού των νέων κανόνων- και θα εναπόκειται σε κάθε κράτος-μέλος να το θέσει σε εφαρμογή, με ποιοτικά διαφοροποιημένο μάλιστα τρόπο: αλλιώς θα «κοιτά» η Επιτροπή τις «χώρες με αυξημένο δημοσιονομικό ρίσκο» (δηλαδή τις υπερχρεωμένες) και αλλιώς τις θεωρούμενες ως λιγότερο «επικίνδυνες».

Σε περίπτωση καθυστερήσεων-αστοχιών-παραβιάσεων εφαρμογής, θα ενεργοποιείται το τρίτο επίπεδο, των κυρώσεων: η «διαδικασία υπερβολικού ελλείματος» παραμένει, αλλά η Επιτροπή, διατηρώντας την υποχρέωση κατάθεσης στοιχείων-εκθέσεων ανά έτος, προτίθεται να μειώσει το ύψος των προστίμων για υπέρβαση των ορίων, να γενικεύσει τη σήμερα εφαρμοζόμενη μόνο στο πλαίσιο της «διαδικασίας του κράτους Δικαίου» (κι ήδη ενεργοποιηθείσα κατά της Ουγγαρίας και της Πολωνίας) αναστολή χρηματοδότησης από τα διαρθρωτικά ταμεία και το «Ταμείο Ανάκαμψης», καθώς και να ενεργοποιήσει «ποινές φήμης» (reputational sanctions), δημοσιοποιώντας τις παρατηρήσεις της, τα προβλήματα κάθε χώρας, τα μέτρα που οφείλει να λάβει κλπ.

Οι προτάσεις της Επιτροπής κατατέθηκαν προς διαπραγμάτευση, άρα είναι βέβαιο ότι θα μεταβληθούν στη βάση συζητήσεων και συμβιβασμών μεταξύ των κυβερνήσεων: θα απαιτηθούν και νομοθετικές και πολιτικές συμφωνίες αυξημένης δυσκολίας και ευαισθησίας.

Στην πρώιμη μορφή τους φαίνονται να παρουσιάζουν ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα: οι νέοι κανόνες έχουν πιο συστημικό, πιο κοινό και πιο μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα, αφού οι μεταρρυθμίσεις κάθε χώρας όχι μόνο ευνοούνται αλλά και εντάσσονται σε κοινό για όλη την Ευρωζώνη πλαίσιο. Δεν αλλάζει ωστόσο (η Γερμανία δεν θα το επέτρεπε ποτέ, όσο κι αν η συγκυρία το απαιτεί) η έμφαση στη λιτότητα έναντι της ανάπτυξης, ούτε λύνεται (για να είμαστε δίκαιοι, δεν θα μπορούσε να λυθεί αφού οφείλεται στην ίδια τη συγκρότηση της Ένωσης) η δύσκολη εξίσωση ανάμεσα σε εθνικές πρωτοβουλίες, που αυξάνονται, και υπερεθνική, δηλαδή πολιτικού χαρακτήρα και βάσει της «σημασίας» κάθε χώρας και της εκάστοτε ηγεσίας της, εποπτεία των εθνικών σχεδίων.

Σε κάθε περίπτωση, ένα σημαντικό βήμα έγινε –και μάλιστα, γεγονός αρκετά ασυνήθιστο ώστε να πρέπει να σημειωθεί, με αρκετά ευφάνταστο τρόπο.