Από την αρχή λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης –χωρίς καν να εξαιρείται η σχετικά πρόσφατη περίοδος της χρηματοπιστωτικής κρίσης- δεν υπήρξε άλλη θητεία, όπως αυτή που τελειώνει, με τόσες, και τόσο κατακλυσμιαίες, εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας: θέση σε εφαρμογή Ταμείου Ανάκαμψης στηριζόμενου στην ανάληψη κοινού χρέους εκ μέρους των κρατών-μελών, ώθηση και ξεκίνημα κοινών επενδυτικών προγραμμάτων, αλλαγή Συμφώνου Σταθερότητας και κοινοτικού προϋπολογισμού, αντιμετώπιση δομικού πληθωρισμού μέσω παρεμβάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε συνεργασία με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες και με αλλαγές στο λειτουργικό αλλά και στο κανονιστικό πλαίσιο του Ευρωσυστήματος. Και όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον δραματικών παγκόσμιων αλλαγών και ανακατατάξεων, με «αλλαγή ρόλου» και από τις ΗΠΑ και από την Κίνα, μια πανδημία που όμοια της δεν είχε υπάρξει επί έναν αιώνα –και που σε μια πρώτη φάση «φρέναρε» και τελικά μετακίνησε την παγκόσμια οικονομία- και με δυο ευρέων επιπτώσεων πολέμους εντός ή δίπλα στην Ευρώπη.

Το σκάφος τραντάχτηκε αλλά δεν βούλιαξε –και βασικός για την επιβίωση λόγος υπήρξε η μετακίνηση της οικονομικής (γερμανικού τύπου) «ορθοδοξίας» και η συγκρότηση κοινών επενδυτικών και σταθεροποιητικών προγραμμάτων. Η πολιτική σημασία του Ταμείου Ανάκαμψης είναι τεράστια –για πρώτη φορά κοινό χρέος με επίνευση των «φειδωλών» (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, σκανδιναβικές χώρες) και «μοίρασμα» πόρων με αναλογικότητα και προς όλους-, όμως το στοίχημα –πολιτικό και οικονομικό- είναι μπροστά: θα συνεχίσει η Ένωση (το Ταμείο Ανάκαμψης φτιάχτηκε για την πανδημία και «τελειώνει» το 2026) τα κοινά προγράμματα και εκτός κρίσεων; Θα αποτελέσουν οι πόλεμοι αφορμή για νέου είδους «ευρω-ομόλογα» -έστω και αν κανείς δεν τα ονομάζει έτσι- και για νέο κοινό δανεισμό των κρατών-μελών; Θα μπει επιτέλους μπροστά μια πραγματική –πιο πολιτική και πιο τολμηρή- οικονομική διακυβέρνηση, δηλαδή μια πλοήγηση της ευρωζώνης με βάση κοινά συμφέροντα, στόχους και τα αντίστοιχα ρίσκα; Πιστεύω πως οι εξελίξεις είναι τέτοιες και τόσο βαθιές, που μπορούμε να περιμένουμε κινήσεις προς τα εμπρός σε όλα αυτά τα μέτωπα την πενταετία που θα ξεκινήσει από τον Ιούνιο. Ή αλλιώς: αν δεν γίνουν τέτοιες κινήσεις, οι δυσκολίες θα είναι ανυπέρβλητες.

Τέσσερα ειδικότερα πεδία, στο μεταίχμιο πολιτικής και οικονομίας, είναι επίσης ανοιχτά και θα επηρεάσουν την κατάσταση: ο ρόλος (που ήδη αλλάζει) των (πρώην) «ατμομηχανών», Γερμανίας και Γαλλίας’ η (ήδη υπαρκτή: αρκεί να θυμηθούμε πρωτοβουλίες των τελευταίων χρόνων όπως ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας Κοινωνικών Δικαιωμάτων, οι Οδηγίες για τον επαρκή κατώτατο μισθό, τη διαφάνεια των μισθών, τη θέση των γυναικών στα διοικητικά συμβούλια, την εταιρική βιωσιμότητα/corporate sustainability) αναβάθμιση των κοινωνικών στόχων και δράσεων εντός της οικονομικής και επενδυτικής λογικής της Ένωσης΄ η (ακόμα ασθμαίνουσα) πορεία των ευρωπαϊκών αγορών κεφαλαίου σε μια εποχή κατά την οποία εγκαταλείπεται πανταχόθεν (αλλά όχι ακόμα στην Ένωση) το «τραπεζοκεντρικό» μοντέλο΄ η (πιο αμφίβολη σήμερα παρά ποτέ) τύχη του «Πράσινου Σχεδίου» της Ένωσης και η αλλαγή ή όχι του επενδυτικού μοντέλου που (θεωρητικά) έχει καταστεί απαραίτητη. Οι πιθανές εξελίξεις και στα τέσσερα αυτά πεδία ωθούν, κατά τη γνώμη μου, σε αναμόρφωση της συνολικής οικονομικής ατζέντας της Ένωσης: ευρύτερες συνεργασίες, έμφαση στην απασχόληση, στην κοινωνική στήριξη, στην υγεία (οι πανδημίες δεν παρήλθαν), στην καινοτομία, σύγκρουση με εθνικά συμφέροντα που εμποδίζουν τους κοινούς στόχους, διαφορετική χρήση των κοινωνικών πόρων και των ιδιωτικών κεφαλαίων, επέκταση των κεφαλαιαγορών αλλά και της κοινής εποπτείας επ’ αυτών.

Υπάρχει και ένα τέταρτο, ίσως ακόμα πιο κρίσιμο πεδίο: η αλλαγή της συνολικής λογικής της οικονομίας της Ένωσης, η –σταδιακή ή και απότομη- μετατροπή της, λόγω συνθηκών αλλά και συμφερόντων, σε μια «οικονομία πολέμου». Περί αυτού, ειδικές αναλύσεις την επόμενη βδομάδα.