Η διάσταση απόψεων που οφείλεται σε συγκρουόμενα συμφέροντα και επιδιώξεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών έχει πάρει διαστάσεις τον τελευταίο καιρό σε ευρωπαϊκό, αλλά και ελληνικό επίπεδο.

Περισσότερο εμφανής έχει γίνει από τη σύγκρουση μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών των χωρών του Νότου και των χωρών-δορυφόρων της Γερμανίας. Είναι χαρακτηριστικά τα παρατσούκλια που οι ίδιοι οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν δώσει στις δύο ομάδες: οι Νότιοι λέγονται «περιστερές» και οι πέριξ των Γερμανών «ιέρακες». Η βασική διαφορά τους, η οποία αντανακλάται και στα παρατσούκλια τους, είναι ότι οι Νότιοι προτιμούν την άσκηση ήπιας νομισματικής πολιτικής που παρέχει δημοσιονομική στήριξη στις κυβερνήσεις και αντιμετωπίζει χρέος και ελλείμματα με πιο μακροπρόθεσμη προοπτική, ενώ οι Kεντροευρωπαίοι επιβάλλουν μια πολύ αυστηρή νομισματική πολιτική που δυσκολεύει και δημοσιονομικά τις χώρες-μέλη και επιθυμούν άμεσο και βίαιο περιορισμό των ελλειμμάτων πάση θυσία, δηλαδή προκαλώντας προβλήματα στις οικονομίες.

Στις μάχες που δόθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια οι Κεντροευρωπαίοι επέβαλαν την ταχεία και υπερβολική αύξηση των επιτοκίων του ευρώ επικαλούμενοι έναν αμφιβόλου ισχύος και προελεύσεως πληθωρισμό, παρά τη σθεναρή αντίσταση των Νοτίων. Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ στήριξε τους «ιέρακες» παρά το γεγονός ότι είναι Γαλλίδα. Η υπερβολική αύξηση των επιτοκίων περιόρισε σημαντικά τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ε.Ε. και υπάρχει κίνδυνος τελικά να προκαλέσει ύφεση. Με την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί τώρα στη Μέση Ανατολή δίνεται μια νέα μάχη μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών, με τους Νότιους να επιμένουν ότι δεν πρέπει να διακοπεί τώρα η στήριξη των χωρών μέσω του συστήματος αγοράς των ομολόγων τους που είχε ενεργοποιηθεί λόγω πανδημίας και τους Κεντροευρωπαίους να επιμένουν για το αντίθετο. Οι Νότιοι επίσης θεωρούν -και κατάφεραν να πείσουν- ότι δεν πρέπει να αυξηθούν περαιτέρω τα επιτόκια.

Μεταξύ των Νοτίων έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας είναι αυτός που βγαίνει μπροστά πρώτος και δημοσιοποιεί στα διεθνή μίντια τις απόψεις του – και των Νοτίων. Ετσι, την περασμένη εβδομάδα εξήγησε τους λόγους για τους οποίους πρέπει να συνεχιστούν οι υποστηρικτικές προς τις κυβερνήσεις πολιτικές της ΕΚΤ στην εφημερίδα «Financial Times», σε μια συνέντευξη που έκανε διεθνώς εντύπωση.

Η σύγκρουση συμφερόντων όμως εκφράζεται και από επιχειρηματίες. Ο διακεκριμένος διεθνώς Ελληνας επιχειρηματίας Ευάγγελος Μυτιληναίος από το βήμα του συνεδρίου του «Economist» τόνισε ότι η Ευρώπη έχει μείνει πίσω σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο -τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική- καθώς δεν υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση στα προβλήματα και έτσι όπως έχει εξελιχθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει γίνει δυσλειτουργική. Μιλώντας και ως πρόεδρος των ευρωπαϊκών βιομηχανιών μη σιδηρούχων μετάλλων (Eurometaux), επανέλαβε την κριτική του στις Βρυξέλλες για την ελλιπή στήριξη του βιομηχανικού τομέα και στηλίτευσε τη βραδύτητα στη λήψη αποφάσεων, αλλά και την πολυφωνία -σε επίπεδο όχι μόνο δηλώσεων αλλά και συμφερόντων- στο εσωτερικό της Ε.Ε. Ειδική αναφορά έκανε στο γεγονός ότι ελλείψει αποτελεσματικής ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής έχει κλείσει το 50% των ενεργοβόρων βιομηχανιών της Ευρώπης χωρίς στο μεταξύ να έχει λυθεί το θέμα αποθήκευσης της παραγόμενης από εναλλακτικές πηγές ενέργειας σε μπαταρίες.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο διευθύνων σύμβουλος της Ιntrakat Αλέξανδρος Εξάρχου, ο οποίος είπε ότι πρέπει να προχωρήσουν οι μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές στην Ε.Ε. προκειμένου να γεφυρωθεί το χάσμα Βορρά – Νότου και υπογράμμισε ότι ενώ όλες οι χώρες ελέγχονται κεντρικά από την Κομισιόν και την ΕΚΤ, αφήνονται αβοήθητες όταν προκύπτουν εξωτερικά προβλήματα. Ειδικότερα, αναφέρθηκε και στην ανάγκη νέας αντιμετώπισης των αμυντικών δαπανών που έχει η Ελλάδα σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οσον αφορά στην κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης φυσικά σε κάθε περίπτωση εκπροσωπεί διεθνώς τα συμφέροντα της χώρας, προβάλλοντας θέσεις, απόψεις και πολιτικές που στηρίζουν την ελληνική οικονομία. Ομως η υπόλοιπη κυβέρνηση δεν είναι συντονισμένη σε αυτή την προσπάθεια.

Καθώς η Ελλάδα ξέφυγε από την καταδίκη της πτώχευσης και αποτελεί αυτή τη στιγμή ένα παράδειγμα επιτυχίας, ανακτώντας και την επενδυτική βαθμίδα, η διεθνής επιρροή και ισχύς της αυξάνεται. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να εκμεταλλευτούμε την ισχύ αυτή και να την αυξήσουμε σημαντικά μέσω της συνεργασίας κυβέρνησης, κεντρικής τράπεζας και μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων που έχουν δυνατότητα να ακουστούν στο εξωτερικό ώστε τα συμφέροντα της χώρας να εκπροσωπηθούν πολύ πιο συντονισμένα και ισχυρότερα.

Στο πλαίσιο αυτό και υπό τον κυβερνητικό συντονισμό, είναι αναγκαίο και το ελληνικό διπλωματικό σώμα να μπει σε αυτή τη μάχη, διότι προωθεί μεν θεωρητικά τα ελληνικά συμφέροντα, αλλά όχι τα επιχειρηματικά. Η οικονομική διπλωματία ποτέ δεν μπήκε στο DNA των Ελλήνων διπλωματών, αφού πάντα έχουν προτεραιότητα τα μεγάλα εθνικά ζητήματα -ελληνοτουρκικές σχέσεις και Κυπριακό-, και ο συκεκριμένος τομέας δεν είναι -με ελάχιστες εξαιρέσεις- κριτήριο επιτυχίας ενός Ελληνα διπλωμάτη. Αντίθετα, όλοι οι πρέσβεις των μεγάλων δυνάμεων, (ΗΠΑ, Αγγλίας, Κίνας, Γερμανίας, Γαλλίας) αλλά και άλλων «δυναμικών» χωρών, όπως της Ιαπωνίας, της Κορέας κ.λπ., έχουν ως κύρια αποστολή την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων τόσο των κρατών τους όσο και των επιχειρηματιών της χώρας τους. Μιλάνε δηλαδή ανοιχτά για ιδιωτικές εμπορικές συνεργασίες προωθώντας τα συμφέροντα των δικών τους επιχειρηματιών.

Επομένως ο συντονισμός μεταξύ κυβέρνησης, κεντρικής τράπεζας και διπλωματών με όσους επιχειρηματίες είναι ικανοί να επηρεάσουν διεθνώς είναι όχι μόνο αναγκαίος, αλλά και ευκαιρία τώρα που η συγκυρία μας ευνοεί.