Πολλές αντιδράσεις -αρκετές από τις οποίες ήταν, κατά τη γνώμη μου, υπερβολικές ή εκτός θέματος- γέννησε το ζήτημα της αρχικής ορθοστασίας και, στη συνέχεια, της κάπως απόμακρης τοποθέτησης της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατά την επίσημη επίσκεψή της, μαζί με τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στην Τουρκία.

Αυτό που κυρίως αποκαλύφθηκε -και δεν είναι η πρώτη φορά- είναι η αγένεια και η ασέβεια εκ μέρους του Τούρκου Προέδρου. Για το γεγονός ότι είχε τοποθετηθεί μία μόνο καρέκλα δίπλα του (μάλλον) δεν φταίει ο ίδιος, αλλά στοιχειώδεις καλοί τρόποι θα επέβαλαν η μία αυτή καρέκλα να παραχωρηθεί στην κυρία της «παρέας» και όχι στον εκ των δυο εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κύριο. Και πάντως ο ίδιος ο συγκεκριμένος κύριος θα όφειλε να φροντίσει να της αφήσει τη θέση του – μη πράττοντάς το, μετέτρεψε, για να το πούμε με όρους που προέρχονται από άλλο χώρο αλλά ταιριάζουν γάντι, ένα υπέρ του πέναλτι σε εις βάρος του αυτογκόλ.

Το ότι ένας Πρόεδρος που πρόσφατα έβγαλε τη χώρα του από τη διεθνή Συνθήκη κατά της βίας εναντίον των γυναικών είχε αυτή τη στάση, δεν μπορεί να εκπλήσσει. Ο χαρακτηρισμός, ωστόσο, «δικτάτορας» που του επιδαψίλευσε, λίγες μέρες αργότερα, ο Ιταλός Πρωθυπουργός δεν κυριολεκτεί: ο Πρόεδρος της Τουρκίας αποτελεί κλασικό παράδειγμα, ίσως τον σημαιοφόρο, μαζί με τον Πρόεδρο της Ρωσίας, των «εκλεγμένων αυταρχικών ηγετών» του πλανήτη.

Τα αντανακλαστικά του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, από την άλλη, επιδέχονται κριτικής –ακόμη πιο δυσάρεστη, κατά τη γνώμη μου, ήταν η εκ των υστέρων προσπάθεια κουκουλώματος, με εντελώς ξύλινη γλώσσα και χωρίς ούτε μία συγγνώμη- και αναδεικνύουν την προσωπικότητα του συγκεκριμένου αξιωματούχου, δεν συνιστούν όμως ούτε ενδιαφέρον θέμα συζήτησης, ούτε, πολλώ μάλλον, πολιτικό σκάνδαλο.

Τρικυμία σε ποτήρι, λοιπόν; Όχι ακριβώς. Γιατί, έστω έμμεσα, η «υπόθεση του τουρκικού καναπέ» αναδεικνύει τέσσερα γενικότερα, και, κατά τη γνώμη μου, κρίσιμα πολιτικά ζητήματα.

Το πρώτο έχει να κάνει με τη θέση των γυναικών στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, και ιδίως στις θέσεις πρώτης ευθύνης. Άλλο η συμπεριφορά έναντι κάθε γυναίκας, που οφείλει να διέπεται από αυξημένη ευγένεια και σεβασμό, ανεξαρτήτως θέσης ή αξιώματος. Άλλο η παροχή ευκαιριών σε γυναίκες για συμμετοχή και ανέλιξη στις υψηλότερες θέσεις –ευκαιριών μάλιστα που είναι δίκαιο, στη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων και ενόψει του ότι οι γυναίκες υπο-εκπροσωπούνται σε αυτές τις θέσεις, να είναι περισσότερες και υπό πιο ευνοϊκούς όρους από τις αντίστοιχες που παρέχονται σε άνδρες. Και άλλο η θέσπιση «κριτηρίου φύλου» για την κατάληψη αξιωμάτων, με αποκλεισμό ικανότερων υποψηφίων ή ρητή αιτιολόγηση –όπως συχνά τον τελευταίο καιρό κάνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- μόνο με βάση το φύλο, ή, αντιστρόφως, αξιολόγηση των επιδόσεων στη θέση ευθύνης ευνοϊκότερη και με άλλα κριτήρια, εφόσον τη θέση κατέχει γυναίκα (το παράδειγμα της νυν προέδρου της Επιτροπής, κατ’ αντιπαράθεση με το αντίστοιχο της νυν Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είναι πολύ εύγλωττο).

Το δεύτερο θέμα, με το οποίο έχω ασχοληθεί και σε άλλη περίσταση μέσα από αυτές τις στήλες, σχετίζεται με τον τρόπο επιλογής προσώπων στις υψηλότερες θέσεις της Ένωσης γενικώς. Όσο επικρατεί, όπως φοβούμαι ότι συμβαίνει σήμερα, ένας αλγόριθμος κριτηρίων στην πρώτη θέση των οποίων βρίσκονται η εθνικότητα, το φύλο και η (προσδοκώμενη) μη απόκτηση μεγάλης επιρροής, τόσο θα επιλέγονται πρόσωπα σαν τον νυν Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, για τον οποίο το «καναπέ-γκέιτ» λειτουργεί απλώς ως η κορυφή του παγόβουνου.

Το τρίτο θέμα είναι κατεξοχήν θεσμικό: θα είχε νόημα ή, ακόμα περισσότερο, είναι επιθυμητή μια συγχώνευση των θέσεων του Προέδρου της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπως δίνει τη δυνατότητα η Συνθήκη της Λισαβόνας; Η απάντηση που προσωπικά δίνω είναι αρνητική.
Κάτι τέτοιο δεν θα έλυνε το «πρόβλημα της καρέκλας» – ο Τούρκος Πρόεδρος, και ένας να ήταν ο εκπρόσωπος της Ένωσης, και πάλι μπορεί να τον έστελνε, αν ήταν γυναίκα, στον καναπέ. Αλλά ούτε το ζήτημα του κατάλληλου προσώπου στην κατάλληλη θέση θα έλυνε, θα το περιέπλεκε ίσως μάλιστα, μιας και ο «παράγοντας φύλο» δεν θα ήταν καν δυνατόν να μοιραστεί.

Κυρίως, δεν θα έλυνε καθόλου το ζήτημα της διακυβέρνησης της Ένωσης, μιας και οι ρόλοι του Προέδρου της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι όχι μόνο διακριτοί αλλά και ποιοτικά διαφορετικοί –πολιτικές πρωτοβουλίες και προώθηση κοινής ατζέντας ο πρώτος, διαμεσολάβηση ώστε οι εθνικές «ιδιαιτερότητες» να μην εμποδίσουν την κοινή πορεία και διεθνής εκπροσώπηση της Ένωσης ο δεύτερος – και το βάρος να τα κάνει όλα αυτά ένα πρόσωπο θα ήταν δυσβάστακτο (πόσο μάλλον όταν η επιλογή του συνεχίζει να γίνεται με τα κριτήρια υπό τα οποία είδαμε ότι γίνεται).

Μένει το πιο πολιτικό, και μάλλον πιο δύσκολο, ζήτημα: πώς φέρεται η Ευρώπη, η θεωρητική πατρίδα της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, σε ξένους ηγέτες και καθεστώτα που καταπατούν, άμεσα ή έμμεσα, τις δημοκρατικές και δικαιοκρατικές αρχές; Ούτε αγνόηση επιτρέπεται, αλλά ούτε δουλικότητα ή υποχωρητικότητα. Το κάποιο πάγωμα μπροστά σε ηγέτες του τύπου του Τούρκου ή του Ρώσου Προέδρου (η περίπτωση του προέδρου της Κίνας είναι εντελώς ξεχωριστή) δικαιολογείται. Η υποχώρηση ή η ατολμία σε θέματα αρχής, όχι.

Σήμερα που η δημοκρατία υποχωρεί διεθνώς και απειλείται και στο εσωτερικό της Ένωσης -η πρόσφατη απηνής δίωξη του ελεύθερου Τύπου στην Πολωνία είναι ζωτικό πρόβλημα, που αποτελεί άμεση, καθαρή και κοινή αντιμετώπιση- η Ένωση έχει χρέος να την υπερασπιστεί, στο εσωτερικό της και στη διεθνή σκηνή. Μέσω των προσώπων που την εκπροσωπούν αλλά όχι μόνο. Και είτε κάθονται σε καρέκλα, σε καναπέ, ή μένουν ακόμα και όρθια: αρκεί να μη μένουν σιωπηλά.