Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει, έναν χρόνο μετά, να προχωρά μάλλον ενωμένη στο μεγάλο μέτωπο των καιρών μας, τον πόλεμο στην Ουκρανία. Έδειξε επίσης, με πρωταγωνίστρια την Ελλάδα, αντανακλαστικά αλληλεγγύης μπροστά στη φυσική και ανθρώπινη καταστροφή που άγγιξε την Τουρκία – κι ας μην ανήκει στην Ένωση κι ας είναι αμφίβολο αν θέλει και αν δικαιούται να ανήκει. Στην κρίσιμη, ωστόσο, σύνοδο κορυφής της προηγούμενης εβδομάδας φάνηκε ότι υπάρχουν δυσκολίες και διαφωνίες σε δυο λιγότερο περίοπτα αλλά πολιτικά κρίσιμα και με σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις ζητήματα: τη μεταναστευτική πολιτική και την «πράσινη ανάπτυξη».

Οι διαφορές αντιλήψεων και επιδιώξεων είναι πιο βαθιές στο ζήτημα της μετανάστευσης, το οποίο αναζωπυρώθηκε πρόσφατα λόγω των πολυάριθμων πολεμικών εστιών και φυσικών-κλιματικών απειλών. Παρά τη συνειδητοποίηση της ανάγκης για «ευρωπαϊκή λύση», που επαναλαμβάνεται στα συμπεράσματα της συνόδου, ο τόνος της συζήτησης ήταν περισσότερο πικρός παρά συναινετικός και τα μέτρα που, άμεσα ή έμμεσα, εξαγγέλθηκαν πολύ περισσότερο αμυντικού παρά εποικοδομητικού χαρακτήρα. Το βάρος πέφτει στην «προστασία» -χωρών και εξωτερικών συνόρων της Ένωσης.

Η πραγματική «μάχη», στην οποία συμμετείχε ενεργά και ο Έλληνας Πρωθυπουργός, δόθηκε για τη χρηματοδότηση όχι υποδομών ή τρόπων ενσωμάτωσης, αλλά τειχών/φραχτών απόκρουσης των «παράνομων» μεταναστών. Η αγωνία του Ολλανδού Πρωθυπουργού, και όχι μόνο, ήταν να μη μετακινούνται εσωτερικά οι αιτούντες άσυλο, ενώ τη θέση των «σκληρών», στους οποίους πλέον ανήκει ανοιχτά και η Ιταλία, εξέφρασε με τη γνωστή αβρότητά του, συμπληρωμένη με μια ακόμη απειλή βέτο, ο Ούγγρος Πρόεδρος: το μόνο πρόβλημα της χώρας του είναι ότι «το τείχος της δεν είναι αρκετά ψηλό». Δείχνει αρκετά εύγλωττα την κατάσταση της Ευρώπης το γεγονός ότι τη συνηγορία υπέρ των «αρχών της», που δεν συνάδουν με τις αρχές ενός φρουρίου, σήκωσε ο Πρωθυπουργός μιας τόσο μεγάλης και τόσο καίρια πληττόμενης από τη μετανάστευση χώρας όπως το Λουξεμβούργο. Με τη χλιαρή –όπως κάθε τι πάνω του- στήριξη του Γερμανού Καγκελάριου, ο οποίος βλέπει –ορθά αλλά με τα γυαλιά της χώρας του- τη χρησιμότητα των -νόμιμων, φυσικά- μεταναστών για την ευρωπαϊκή οικονομία. Τελικά, οι όποιοι πόροι θα δοθούν μόνο για «προστασία», δηλαδή για απόκρουση. Για τις ανάγκες της ενσωμάτωσης, στην κοινωνία και την οικονομία, υπάρχει το «πλαίσιο» του Έλληνα Επιτρόπου, για δε την εφαρμογή του υπάρχει πάντα καιρός (όσο κι αν δεν είναι ποτέ κατάλληλος).

Την οικονομία της Ένωσης, σε περίοδο που μάλλον αποφεύχθηκαν τα χειρότερα από πλευράς πληθωρισμού και ενεργειακών ελλείψεων, αλλά όχι από πλευράς δομικής στασιμότητας, δεν βοηθά ούτε η αδυναμία να συμφωνηθούν απτά αναπτυξιακά μέτρα και πολιτικές, ενταγμένα εντός του ωραίου, αλλά ακόμα άδειου, κελύφους του Green New Deal. Όχι μόνο «απάντηση» στο αντίστοιχο αμερικανικό «πακέτο» (369 δισ. για «πράσινες» επιδοτήσεις) δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν, και πάλι, οι Ευρωπαίοι ηγέτες, αλλά από τις γενικότητες των συμπερασμάτων διαφάνηκαν δυο συν ένα κρίσιμα, και συγχρόνως δυσάρεστα, στοιχεία.

Η όποια χρηματοδότηση θα στηριχθεί σε «υπάρχοντες πόρους», των οποίων ζητείται, εν είδει ευχής, η πιο «ευέλικτη» εκμετάλλευση. Η καταφυγή στο εργαλείο των κρατικών ενισχύσεων όχι μόνο δεν έκλεισε αλλά αποκτά όλο και πιο κεντρική και ημιμόνιμη (ουδέν μονιμότερο του διαρκώς προσωρινού) θέση. Οι δε εκκλήσεις για «απλοποιημένο» και «ταχύτερο» (αχ, αυτά τα fast track) ρυθμιστικό καθεστώς, για «φιλόδοξες» επενδύσεις και εκμεταλλεύσεις δεξιοτήτων και για «επιτάχυνση» της στοιχειωμένης «Ένωσης Κεφαλαιαγορών» (Capital Markets Union), μάλλον το πόσο πίσω έχει μείνει η Ένωση σε όλα αυτά τα μέτωπα αναδεικνύουν. Για την «πράσινη ανάπτυξη» έχουν «δεσμευτεί» 5,3 τρισ. για «σχέδια» ως το 2050, μόνο που η μετάβαση από τα σχέδια στα έργα και από τα λόγια περί συντονισμού στις κοινές δράσεις αναβάλλεται, κι αυτή, και μας κάνει να περιμένουμε.

Συνείδηση για την ανάγκη «κοινής στρατηγικής» και αδυναμία υλοποίησής της: έτσι πορεύεται, χωρίς να είναι παράλογο ούτε να αποτελεί έκπληξη, η Ένωση εν μέσω πολεμικής φωτιάς κι οικονομικοινωνικής αβεβαιότητας.