Εχουν αποφασίσει να μη μας αφήσουν σε ησυχία. Στην προοπτική -και μόνο- ύφεσης στην υγειονομική κρίση των τελευταίων 18 μηνών μια νέα απειλή έρχεται μπροστά μας.

Η αύξηση τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες εμφανίστηκε από το πουθενά, κόντρα σε κάθε λογική και απειλεί την επόμενη μέρα και την επιστροφή στην… κανονικότητα, ενώ έχουν προηγηθεί 11 χρόνια οικονομικής κρίσης και πανδημίας.

Από την αρχή του καλοκαιριού διαπιστώθηκε αυτή η τάση ανατιμήσεων παντού, τις περισσότερες φορές χωρίς πειστική αιτιολογία και τώρα τείνει να πάρει τη μορφή καταιγίδας που σαρώνει τα εισοδήματα. Διαβάζω στα επίσημα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας ανατιμήσεις σε ξενοδοχεία – μοτέλ – πανδοχεία 21,64%, πετρέλαιο κίνησης 15,27%, βενζίνη 14,42%, αεροπορικά εισιτήρια εσωτερικού 52,71%, γυναικεία είδη ένδυσης 9,38% και νωπά φρούτα πάνω 15,32%, ενώ ανάλογες ή και μεγαλύτερες είναι οι αυξήσεις σε μια σειρά από άλλα προϊόντα που αφορούν από το καλάθι της νοικοκυράς μέχρι την οικοδομή.

Το χειρότερο όλων, η αναμενόμενη εκρηκτική αύξηση στα τιμολόγια της ΔΕΗ και των άλλων παρόχων που απειλούν όχι μόνο την τσέπη του καταναλωτή αλλά και την εθνική οικονομία και την επιτυχία του σχεδίου ανάκαμψης.

Η δικαιολογία που προβάλλεται είναι ίδια με εκείνη προ μισού αιώνα: η διεθνής αύξηση της τιμής του πετρελαίου που επηρεάζει το κόστος θαλάσσιων, χερσαίων μεταφορών και της παραγωγής στη γεωργία και κτηνοτροφία. Αυτό είναι μια πραγματικότητα και σίγουρα το πρόβλημα είναι σε μεγάλο βαθμό «εισαγόμενο», αλλά υπάρχουν και ερωτήματα που μένουν αναπάντητα.

Πρώτον, γιατί αυξάνεται τόσο πολύ η τιμή του πετρελαίου, τη στιγμή που η διεθνής οικονομία βρίσκεται σε φάση ύφεσης εξαιτίας των μέτρων για την πανδημία. Και, δεύτερον, οι τιμές του πετρελαίου έχουν ξεπεράσει στο παρελθόν και τα 100 δολάρια το βαρέλι χωρίς να φτάσουμε σε αυτό το ύψος των ανατιμήσεων. Και βέβαια είναι προφανές ότι πολλές από αυτές τις ανατιμήσεις δεν έχουν σχέση ούτε με την τιμή των καυσίμων, ούτε με το κόστος μεταφορών, αλλά με τη διάθεση ορισμένων να αρπάξουν ένα μεγάλο μέρος από τα 26,5 δισ. ευρώ που αποταμίευσαν οι Ελληνες στη διάρκεια της καραντίνας. Η εντυπωσιακή αύξηση των καταθέσεων ήταν ίσως η μοναδική θετική… παρενέργεια της καραντίνας, η οποία θα μπορούσε να αποδειχτεί χρήσιμη για το τραπεζικό σύστημα και κινητήριος δύναμη για την ανάπτυξη. Σε καμία, όμως, περίπτωση αυτά τα χρήματα δεν μπορεί να γίνουν λεία επιτήδειων και αεριτζήδων και, κυρίως, δεν πρέπει να πληρώσουν εκείνοι που δεν έχουν αποταμιεύσεις και δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα με τις βασικές τους ανάγκες και υποχρεώσεις.

Το πρόβλημα γίνεται πιεστικό και την περασμένη εβδομάδα έφτασε στο Υπουργικό Συμβούλιο, όταν ορισμένοι υπουργοί έθεσαν ζήτημα λήψης άμεσων μέτρων. Προς το παρόν η κυβέρνηση κινείται σε τρεις κατευθύνσεις.

Πρώτον, ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει με αντισταθμιστικά μέτρα τις αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος. Δεν είμαι βέβαιος αν και κατά πόσο αυτά τα αντίμετρα θα είναι επαρκή, αν πρόκειται να φτάσουμε σε αυξήσεις κοντά στο 50%. Οι ανατιμήσεις που θα πυροδοτήσει στα περισσότερα προϊόντα η αύξηση του ρεύματος θα είναι τεράστιες.

Δεύτερον, θεωρεί, εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου, ότι αυτό το φαινόμενο θα είναι παροδικό. Αυτή η αισιοδοξία δεν βασίζεται πουθενά. Ακόμη και αν στο εξωτερικό η κατάσταση αναστραφεί, στη χώρα μας αποκλείεται να επιστρέψουμε στις παλιές τιμές. Η ακρίβεια έρχεται για να μείνει.

Τρίτον, ο έλεγχος των ανατιμήσεων είναι πρόβλημα του καθενός μας και από αυτή την άποψη έχει δίκιο η κυβέρνηση που προτρέπει να ελέγχουμε μόνοι μας τις τιμές και να αγοράζουμε τα φθηνότερα προϊόντα. Είναι αυτονόητο πως αυτή πρέπει να είναι η καθημερινή πρακτική στις αγορές μας, αλλά και πάλι δεν φτάνει για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το φαινόμενο της αισχροκέρδειας.

Η αντιμετώπιση του κύματος της ακρίβειας που έχουμε μπροστά μας δεν χρειάζεται πολιτικές συναινέσεις.

Αλλωστε η πρόσφατη εμπειρία έδειξε ότι συναίνεση μεταξύ των κομμάτων δεν υπάρχει για κανένα θέμα, ούτε για τα πιο αυτονόητα και δεν πρόκειται να υπάρξει. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση την εννοούν και τη σκέφτονται διαφορετικά και μοναδικός τους στόχος είναι τα πολιτικά οφέλη.

Την ευθύνη την έχει η εκάστοτε κυβέρνηση και η σημερινή πρέπει γρήγορα και αποτελεσματικά να εκπονήσει και να θέσει σε εφαρμογή ένα ολοκληρωμένο σχέδιο προστασίας του καταναλωτή από τις αδικαιολόγητες αυξήσεις.