Δεν είναι η πρώτη φορά, ούτε θα είναι η τελευταία, αποκτά όμως ειδική σημασία λόγω των περιστάσεων: η επιβεβαίωση εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας πρόκειται να πάρουν μια ακόμα παράταση -ως το 2024- δεν εκπλήσσει μεν, αλλά δεν μπορεί και να περάσει ασχολίαστη.

Από πρώτη ματιά μοιάζει με ένα σχεδόν αναγκαίο μέτρο, καθώς η αιτία της προηγούμενης αναβολής -η πανδημία- εξομαλύνθηκε αρκετά αλλά δεν παρήλθε, προστέθηκε δε μια νέα, και από οικονομική άποψη πιθανώς σοβαρότερη, η χειροτέρευση όλων των μεγεθών και η πορεία προς την ύφεση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Διακινδύνευση πυροδότησης φαύλου κύκλου -λιτότητα, στενότητα, λιγότερες επενδύσεις και λιγότερα κοινά σχέδια, ακόμα βαθύτερη ύφεση- εν μέσω αυτής της “τανάλιας” θα ήταν σχεδόν εγκληματική.

Το μέτρο λοιπόν είναι αυτονόητο, υπό δύο, σε αντίθετη κατεύθυνση αλλά όχι αντικρουόμενες, προϋποθέσεις. Πρώτον, ότι η τρίτη στη σειρά αναβολή δεν θα σημάνει εγκατάλειψη, ή έστω απλώς χαλάρωση, της αναγκαίας σε βάθος μεταρρύθμισης του Συμφώνου και γενικώς της οικονομικής διακυβέρνησης της ευρωζώνης. Αναβολή ως έκτακτο μέτρο ναι, αλλά ως ανάχωμα στη μεταρρυθμιστική δυναμική, όχι -πόσο μάλλον όταν ο πόλεμος ενίσχυσε de facto αυτή τη δυναμική σε πολλά άλλα ευρωπαϊκά μέτωπα (άμυνα, ενεργειακή απεξάρτηση, κοινό χρέος, αλλαγές στον τρόπο λήψης αποφάσεων). Από την άλλη, η αναβολή δεν πρέπει να αφεθεί να σημάνει εφησυχασμό σε σχέση με τη δημοσιονομική προσαρμογή και εξυγίανση, που δεν έχει ολοκληρωθεί σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Ειδικά η “τρόικα του χρέους” (Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία, με αυτή πλέον τη σειρά) έχει δρόμο μπροστά της και δεν μπορεί να αφεθεί να παρασύρει, μέσα σε τόσο δύσκολες συνθήκες, κι άλλες χώρες. Γι’ αυτόν τον λόγο η Επιτροπή ανακοίνωσε, μαζί με την αναβολή, μια a la carte αντιμετώπιση των χωρών, με τις “προβληματικές” να οφείλουν να συνεχίσουν τη δημοσιονομική προσπάθεια.

Η αναβολή επανόδου στο Σύμφωνο που, όχι εντελώς άδικα, έχει ταυτιστεί με τη λιτότητα, πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με άλλες κρίσιμες συγκυριακές εξελίξεις: την αλλαγή ηγεσίας στον “μεγάλο χορηγό” εντός όλων των κρίσεων, τον ESM’ την προσπάθεια για συγκρότηση ενός μόνιμου “Ταμείου Σταθερότητας” για την αντιμετώπιση εξωτερικών σοκ και την, σε πρώτο χρόνο, απόκρουση της από τη Γερμανία’ την κυοφορούμενη αύξηση των επιτοκίων και μείωση της ποσοτικής χαλάρωσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα’ την αναζωπύρωση του Brexit λόγω προσπάθειας μονομερούς αλλαγής του “ιρλανδικού συμβιβασμού” από τη Βρετανία’ την προσπάθεια επανεκκίνησης κι εσωτερικών αλλαγών στο Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου, εν μέσω μεγάλων εφοδιαστικών δυσκολιών λόγω αυστηρών περιορισμών στην, και από την, Κίνα. Η δυσκολία των προβλημάτων και το βουνό που έχουμε συλλογικά να ανέβουμε καθίσταται παραπάνω από εύγλωττο.

Ειδικά για την Ελλάδα, η αναβολή έρχεται σε “γλυκόξινη” περίοδο: βελτίωση της διεθνούς και της οικονομικής εικόνας από τη μια, με επικείμενη έξοδο από την εποπτεία και επενδυτική αναβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης’ από την άλλη, πληθωρισμός πάνω από 10% και “δομική ακρίβεια”, σε συνδυασμό με έναν δύσβατο, και πιθανότατο διπλό, εκλογικό κύκλο.

Κι εδώ ο ορθός τρόπος είναι όχι απελπισία, αλλά και καμία χαλάρωση.