Δύο «βουνά» βρίσκονται στον οικονομικό ορίζοντα το επόμενο διάστημα τα οποία μπορεί να προκαλέσουν και πολιτικές παρενέργειες.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός ενισχύεται διαρκώς και, προς το παρόν, δεν επιβεβαιώνεται η θεωρία ότι πρόκειται για ένα παροδικό φαινόμενο που σύντομα θα λήξει.

Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι είναι πολύ πιθανόν να υπάρξουν καθυστερήσεις και δυσκολίες απορρόφησης για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης στα οποία έχουν επενδυθεί μεγάλες ελπίδες για την ελληνική οικονομία.

Για τον πληθωρισμό τα προσωρινά στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι τον Ιανουάριο ο δείκτης τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα κινήθηκε με ρυθμό στο 5,5%, ενώ στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 5,1%.

Τα στοιχεία αναμένεται να οριστικοποιηθούν από τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά το βέβαιο είναι ότι η αύξηση των τιμών επιταχύνεται. Ακόμα κι αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι οι ανατιμήσεις οφείλονται κατά κύριο λόγο στην ενέργεια και θα αποκλιμακωθούν, η ακρίβεια θα επιμείνει τουλάχιστον μέχρι τέλος του χρόνου.

Οικονομολόγοι που παρακολουθούν το φαινόμενο εκτιμούν ότι μέχρι τον Μάρτιο ο τιμάριθμος θα ανέβει στο 6%-7%.

Η άνοδος των τιμών ισοδυναμεί με μείωση εισοδήματος, η οποία στην πραγματικότητα είναι μεγαλύτερη από τον μέσο όρο που αποτυπώνει ο δείκτης τιμών καταναλωτή.

Το βασικό καλάθι αγαθών (τρόφιμα, ενέργεια) υπολογίζεται ότι έχει ανατιμηθεί κατά 20%-25% και η αύξηση αυτή πλήττει περισσότερο τα φτωχά και μεσαία νοικοκυριά, για τα οποία οι βασικές δαπάνες απορροφούν μεγάλο ποσοστό του εισοδήματός τους.

Η ακρίβεια προκαλεί αποδεδειγμένα υψηλό πολιτικό κόστος, το οποίο δύσκολα θα αντιμετωπιστεί, ακόμα και με τη δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού που έχει προαναγγείλει η κυβέρνηση, μετά το 2% που έγινε την Πρωτοχρονιά, το οποίο, κατά τα ψέματα, δεν αντιπροσωπεύει κάτι ουσιαστικό.

Από την άλλη πλευρά, οι μισθολογικές αυξήσεις, όσο αναγκαίες κι αν είναι, έχουν ως παρενέργεια ότι ανατροφοδοτούν την άνοδο των τιμών.

Η μείωση των έμμεσων φόρων, που θα βοηθούσε στην αποκλιμάκωση των τιμών και έχει εφαρμοστεί από σχεδόν το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, δεν επιλέγεται από την κυβέρνηση, καθώς τα περιθώρια για τον Προϋπολογισμό είναι ανύπαρκτα και το δημόσιο χρέος έχει εκτιναχθεί σε ποσοστό άνω του 200% του ΑΕΠ.

Οσο για την καταπολέμηση των ολιγοπωλιακών καταστάσεων που υπάρχουν διαχρονικά στην Ελλάδα και ανεβάζουν τις τιμές, εκεί δεν φαίνεται διάθεση από την κυβέρνηση και τις αρμόδιες υπηρεσίες να παρέμβουν δραστικά, πιθανότατα επειδή οι επιχειρήσεις που ελέγχουν κρίσιμες αγορές είναι μεγάλες και διαθέτουν ισχύ και επιρροή σε πολλά επίπεδα.

Το άλλο μεγάλο πρόβλημα που όλα δείχνουν ότι βρίσκεται μπροστά είναι η δυνατότητα απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 30,5 δισ. ευρώ μέχρι τέλος του 2026.

Η Ελλάδα ιστορικά δεν έχει καταφέρει να απορροφήσει το σύνολο των διαθέσιμων κονδυλίων του ΕΣΠΑ με ένα Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων της τάξης των 6-7 δισ. ευρώ ετησίως. Οπότε υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες για την απορρόφηση των πρόσθετων 30,5 δισ. ευρώ σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Το ζήτημα είναι και κατά πόσο τα κονδύλια αυτά θα συνεισφέρουν στον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας δημιουργώντας νέες παραγωγικές υποδομές ή απλώς θα «καταναλωθούν» προσφέροντας μια πρόσκαιρη οικονομική υπερθέρμανση και άνοδο του ΑΕΠ.

Δεν πρέπει όμως να παραγνωριστεί και το παρασκήνιο της υπόθεσης του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες -που συνεισφέρουν τα περισσότερα στο κοινό ταμείο- θέλουν να προωθήσουν τα δικά τους επιχειρηματικά συμφέροντα εξασφαλίζοντας ένα καλό μερίδιο για τις μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες από τις νέες μπίζνες.

Το περαιτέρω άνοιγμα της ελληνικής -σχετικά κλειστής- αγοράς στα ευρωπαϊκά επιχειρηματικά συμφέροντα είναι ένας διαχρονικός στόχος που προωθήθηκε έντονα και με την τρόικα στη διάρκεια των μνημονίων.

Τα κοινά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης ανεβάζουν σε άλλη πίστα το παιχνίδι.